«…Είμαι δημοσιογράφος, πρέπει να κάμω τη δουλειά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο της τρομοκρατίας… Ν” αποκαλύψω τους δράστες…»
Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΒΙΔΑΛΗ (για τη δημοσιογραφία)
Διαβάστε κι αυτό:«Η μάχη της σοδειάς» και «Η δολοφονία του Κώστα Βιδάλη» (τον Αύγουστο του 1946)
του Νίκου Μπογιόπουλου
Τον φετινό Αύγουστο συμπληρώθηκαν 68 χρόνια από τη δολοφονία του κομμουνιστή δημοσιογράφου Κώστα Βιδάλη. Ηταν Αύγουστος του ’46, η Ελλάδα και κυρίως η ύπαιθρος μάτωνε από τις αγριότητες των παρακρατικών συμμοριών και από την βαρβαρότητα του μεταβαρκιζανού καθεστώτος. Ειδικά η Θεσσαλία έιχε μετατραπεί σε τόπο μαρτυρίου για το λαό και τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
Τον φετινό Αύγουστο συμπληρώθηκαν 68 χρόνια από τη δολοφονία του κομμουνιστή δημοσιογράφου Κώστα Βιδάλη. Ηταν Αύγουστος του ’46, η Ελλάδα και κυρίως η ύπαιθρος μάτωνε από τις αγριότητες των παρακρατικών συμμοριών και από την βαρβαρότητα του μεταβαρκιζανού καθεστώτος. Ειδικά η Θεσσαλία έιχε μετατραπεί σε τόπο μαρτυρίου για το λαό και τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης.
«Πρέπει να κάμω τη δουλειά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο και να αποκαλύψω τους δράστες», λέει αποφασισμένος ο Βιδάλης στη σύσκεψη του «Ριζοσπάστη».
Παρά τις προσπάθειες του διευθυντή της εφημερίδας, του Κώστα Καραγιώργη και των άλλων συναδέλφων του, ο Βιδάλης είναι αμετάπιστος. Αψηφώντας τον κίνδυνο ο Κώστας Βιδάλης παίρνει το δρόμο για το τελευταίο του ρεπορτάζ.
Παρά τις προσπάθειες του διευθυντή της εφημερίδας, του Κώστα Καραγιώργη και των άλλων συναδέλφων του, ο Βιδάλης είναι αμετάπιστος. Αψηφώντας τον κίνδυνο ο Κώστας Βιδάλης παίρνει το δρόμο για το τελευταίο του ρεπορτάζ.
Αναχωρεί από την Αθήνα στις 11 του μηνός και στις 13 ταξιδεύει από τη Λάρισα για το Βόλο. Την ίδια μέρα φτάνει στο «Ριζοσπάστη» το τελευταίο του μήνυμα: «Λογαριάζω – γράφει – να “μαι αυτού Παρασκευή βράδυ, 16 του μηνός. Μάζεψα φοβερό υλικό. Θα τα πούμε».
Το τρένο στο οποίο επιβαίνει ο Βιδάλης ακινητοποιείται στον Πλατύκαμπο από τις ορδές του Σούρλα. Εισβάλουν και τον συλλαμβάνουν. Ο Βιδάλης αφού βασανίζεται απάνθρωπα επί ώρες, θα εκτελεστεί με πέντε σφαίρες και το κορμί θα πεταχτεί από τους δολοφόνους στα χωράφια.
Ο Βιδάλης υπέγραψε με την ίδια του τη ζωή ό,τι ο ίδιος δίδασκε και υπηρετούσε: «Να γράφεις, κύριε συνάδελφε, – έλεγε στους νεώτερους - για τους απλούς ανθρώπους. Καθαρά, όχι συννεφώδη, σύντομα και περιεκτικά. Αφηνε στην άκρη τις φλυαρίες και δίνε το λόγο στα γεγονότα. Αυτά πείθουν».
Ο «ΗΜΕΡΟΔΡΟΜΟΣ» ως ελάχιστη απότιση τιμής αναδημοσιεύει το κείμενο (Ριζοσπάστης, 13/8/2000) που έγραψε για τον Βιδάλη ένας άλλος μεγάλος και αλησμόνητος δάσκαλός μας, οΝίκος Καραντηνός.
του ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ
«ΤΙΜΑMΕ και θυμόμαστε πάντα τον αξέχαστο σύντροφο, το δάσκαλό μας, τον Κώστα Βιδάλη σαν κληρονομιά ακριβή και σαν θυσία. Σαν μήνυμα αγώνα. Και σαν εντολή. Ο μάρτυρας δημοσιογράφος δε χωρά σε προθήκες και δεν είναι μνήμη μουσειακή.
ΠΕΝΗΝΤΑ τέσσερα χρόνια είναι, που ο άτρομος δημοσιογράφος, ο κομμουνιστής δημοσιογράφος, αψηφώντας τον κίνδυνο, αγνοώντας όλες τις συστάσεις να μην επιχειρήσει το ρεπορτάζ στη μαρτυρική Θεσσαλία, που κολυμπούσε στο αίμα, έφυγε, για να δει, για να γράψει το στερνό ρεπορτάζ, που θα το “γραφε με το αίμα του.
ΗΤΑΝ ο φοβερός Αύγουστος του 1946. Καλοκαίρι καταματωμένο, που έφτανε και στις σελίδες μας. Ο Κ. Βιδάλης, πολιτικός συντάκτης του «Ρ» και της «Ελεύθερης Ελλάδας», έβλεπε πως το κακό φούντωνε κι απαιτούσε μια επιτόπια έρευνα για την τραγωδία που ζούσε τότε όλη η Ελλάδα και ιδιαίτερα η Θεσσαλία. Παρακολουθούσε, μέρα με τη μέρα, τα γεγονότα κι έβλεπε πως έπρεπε ο ίδιος να επιχειρήσει αυτό, που ακούραστα δίδασκε στους νέους δημοσιογράφους: «Πρέπει να μάθωμεν».
ΑΣΥΓΚΡΑΤΗΤΟΣ προς όλους, που, βλέποντας το θανάσιμο κίνδυνο που τον απειλούσε, θέλησαν να τον αποτρέψουν, κι από την άποψη αυτή είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της συντρόφου της ζωής του, της Κάτιας Βιδάλη, που στα 40χρονα της θυσίας του, έλεγε πάνω ακριβώς σ” αυτό το θέμα.
«…Κανείς δεν τον έστειλε στη Θεσσαλία, στο στόμα του λύκου. Πήγε μόνος του. Θεληματικά. Και ο Καραγιώργης (διευθυντής τότε του «Ρ») και οι συνάδελφοί του προσπάθησαν να τον συγκρατήσουν, να μην τον αφήσουν να φύγει. Δεν άκουγε, όμως. Μέρες είχε μείνει άγρυπνος με φουρτουνιασμένη καρδιά, με την αγωνία πως οι Σούρληδες καίγαν τα χωριά, άρπαζαν το βιος του κοσμάκη, έδερναν μέχρι θανάτου τους αγρότες, βίαζαν γυναίκες, σκότωναν αγωνιστές…».
ΚΙ Η ΔΙΚΗ του στερνή απόφαση… «Δεν πρόκειται ν” ακούσω πια κανέναν. Η Θεσσαλία έχει γίνει ένα απέραντο σφαγείο. Οσοι γλίτωσαν από των Γερμανών το βόλι, σφάζονται σαν αρνιά». Και βεβαίωνε στέρεα την απόφασή του: «…Είμαι δημοσιογράφος, πρέπει να κάμω τη δουλειά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο της τρομοκρατίας… Ν” αποκαλύψω τους δράστες…».
ΟΛΟΦΑΝΕΡΟ πως το δημοσιογραφικό χρέος έσπρωχνε αβάσταγα τον Κ. Βιδάλη να πάει στη Θεσσαλία. Και να αγνοήσει όλες τις συστάσεις και τις προσπάθειες που έγιναν για να τον αποτρέψουν.
ΚΙ ΕΦΥΓΕ σαν σίφουνας, όπως θα το δώσει η γυναίκα του. Ενα απόγιομα κυριακάτικο (Αύγουστος 1946) έφευγε για τη Λάρισα, αφού λίγο πιο πριν είχε πάει σ” ένα γάμο δυο αγαπημένων φίλων του. «… Χαιρέτησέ τους κι από μένα», είπε στην Κάτια. Που προσθέτει: «Πήγε στο σπίτι του, πήρε το βαλιτσάκι του. Κι έφυγε σαν σίφουνας για τη Θεσσαλία».
Ο «ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ», στις 18 Αυγούστου 1946, δημοσίευε τις πρώτες ειδήσεις για το μαρτύριο, τα βασανιστήρια, για τη μεγάλη δοκιμασία που υπέστη ο μάρτυρας της ελληνικής δημοσιογραφίας Κώστας Βιδάλης. Είδηση συγκλονιστική, που έπεσε σαν αστροπελέκι.
ΕΧΟΥΝ όλη τους την επικαιρότητα, αλλά, πέρα απ” όλα, το βαθύ νόημα και μήνυμα στο σήμερα τα λόγια που ακούστηκαν στο πολιτικό μνημόσυνο του αγωνιστή δημοσιογράφου. Ολοι τον θρήνησαν. Κι όλοι είπαν το γενναίο λόγο για τον ενάρετο συνάδελφό τους, που όλους τους αγαπούσε, αλλά κι όλοι τον αγαπούσαν. Εξαίρεση, ένα – δυο δοσιλογικά καθάρματα της δημοσιογραφίας.
ΕΙΝΑΙ έτσι και σήμερα, στα 54 χρόνια από τη στερνή μέρα, που αποχαιρετούσε τη ζωή και τον αγώνα πάνω στη θεσσαλική γη (στην τοποθεσία Κούμια, κοντά στο χωριό Μελία) με τη ζητωκραυγή «Το ΕΑΜ ΘΑ ΝΙΚΗΣΕΙ», ολοζώντανα τα όσα είπε για το δημοσιογράφο και μαχητή ένας κορυφαίος τότε δημοσιογράφος, ο Μιχ. Ροδάς, που ήτο και πρόεδρος της επιτροπής που οργάνωσε το πολιτικό μνημόσυνο του Κ. Βιδάλη, που έγινε μπροστά σε μια κοσμοπλημμύρα στο θέατρο «Κεντρικό», στις 8 Σεπτέμβρη 1946.
«ΕΙΜΑΙ, είχε πει στην ομιλία του ο Μιχ. Ροδάς, από τα ιδρυτικά μέλη της σημερινής Ενώσεως Συντακτών – από το 1914 – εγνώρισα όλους τους συναδέλφους και μπορώ να διακηρύξω ότι ο Κώστας Βιδάλης ήταν από τους πιο σεμνότερους, με το χαμόγελο που άνθιζε σαν λουλούδι πάντα στα χείλη του…».
Ο ΚΩΣΤΑΣ ΒΙΔΑΛΗΣ, θα προσθέσει, τέλος, ο Μιχ. Ροδάς, ήταν ένα μεγάλο πρόσχαρο παιδί μπροστά όχι μονάχα στους ομοϊδεάτες του, αλλά και σ” αυτούς που είχαν αντίθετες μ” αυτόν ιδέες και αισθήματα. Μια ψυχή καθάρια ελληνική με τον πόθο και την ορμή για την πρόοδο και τον πολιτισμό της χώρας…».
Ο ΔΑΣΚΑΛΟΣ μένει πάντα – δίχως κώδικες και τεφτέρια – μια αγωνιστική παρουσία. Κρυστάλλινο, αγωνιστικό κάλεσμα πράξης για τους συναδέλφους και ιδιαίτερα τους νέους. Και τα κοφτά δωρικά λόγια, που τους έλεγε: «ΝΑ ΓΡΑΦΕΤΕ ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΤΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΟ». Λόγια σταράτα χωρίς περικοκλάδες, που με αμπελοφιλοσοφία μπόλικη σερβίρονται. Η πένα μας να γράφει απλά και τίμια για το λαό. Λόγια που αχτινοβολούνε και σήμερα πάνω στο γρανιτένιο βράχο στον τόπο της θυσίας του».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες