Καλοκαιρινή βροχή έλα να κλάψουμε μαζί, έλα να κλάψουμε μαζί… έλεγε ένα παλιό άσμα, και σήμερα το θυμήθηκα, κι έπεφτε κουτί στην περίπτωση.
Η κυρά φαγώθηκε να κατέβουμε Λουτράκι.
-Να πιούμε ένα καφέ ρε άνθρωπε με κόσμο. Να δω και κάνα καλοκαιρινό φουστανάκι που είδα κάτι φτηνά στις βιτρίνες όπως περνάγαμε, να πάμε και στο φαρμακείο να πάρουμε παυσίπονα και αμμωνία για τα ζωύφια.
-Ε σιγά, συννέφιασε, και χτες έτσι ητανε, και ψιλή βροχούλα έπιασε και κράτησε μισή ωρίτσα. Σιγά το πράμα. Άντε πάμε, δε θα βρέξει τώρα, το απόγευμα θα βρέξει. Ε, κι αφού τα 'χε κανονίσει με το σύννεφο να κρατηθεί μη βρέξει, μπήκα κι εγώ στ’ αμάξι να πάμε. Διότι και γω δεν έχω μυαλό. Αν είχα θα παντρευόμουνα; Λέω τώρα!
Και το σύννεφο κρατήθηκε. Πήγαμε στο φαρμακείο, γιατί ένα κουνούπι μ’ έβαλε σημάδι τη νύχτα και έχει γίνει το μάτι μου κόκκινο πασχαλινό αυγό, και ξεκινήσαμε για το μαγαζί με τα καλοκαιρινά φουστάνια.
-Είδες; μου λέει περήφανη. Θα βρέξει και θα βρέξει...
Τι ήτανε να το πει! Λες και την άκουσε το «ξεφτιλισμένο» το σύννεφο. Βρουουου καλαπόδια. Και δε βρεχόμουνα μόνο αλλά πόναγα. Έριχνε κάτι κορόμηλα, να με το συμπάθειο, έτρωγες δυο σου έρχονταν ο ουρανός σφοντύλι και βρεχόσουνα ίσαμε το σώβρακο.
Άντε να βάλουμε μια τρεχάλα να χωθούμε στο φουστανάδικο. Μέχρι να χαζέψουμε τα ρούχα, θα σταματήσει. Τρεχάλα, τρόπος του λέγειν. Διότι όταν φοράς καλοκαιρινό πάνινο στα βρεγμένα πεζοδρόμια, δεν τρέχεις. Όχι αν δεν θέλεις ν’ αγκαλιαστείς με το πεζοδρόμιο. Άσε που και να τρέξεις πάλι βρεμένος θα φτάσεις. Φτάνουμε στο εμπορικό, γίνεται εκεί μέσα ο κακός χαμός. Όχι εδώ παιδιά, στο πατάρι μας λέει ένας νεαρός. Μάλιστα.
-Να πας στο πατάρι! Εγώ πάω απέναντι να πιώ μια μπύρα.
Τα πεζοδρόμια έχουνε γίνει ποτάμι. Χώνομαι κάτω από μια πυλωτή, αλλά ο δρόμος είναι αδιάβατος. Στη γωνία έχει λίμνη. Στο πεζοδρόμιο χείμαρρο. Και μπροστά μου ένα αδιαπέραστο τείχος από μηχανάκια. Του Λουτρακίου το κάγκελο που είπε κι ένας κύριος, μουσκεμένος κι αυτός, που προσπαθούσε να περάσει το δρόμο για να χωθεί κάτω από την πυλωτή. Κάτσε να κόψει μου λέει. Να κάτσω. Αλλά τό "δρολάπι" δεν έκοβε. Έριχνε και κάτι μπουμπουνητά ξεγυρισμένα, κι ένα πολύ δυνατό που έκανε όλους τους συναγερμούς να τσιρίζουνε εκνευρισμένοι.
Περνάει μια κομψή κυριούλα, στο να χέρι έχει μια ομπρέλα ανοιχτή, με κίνδυνο να μας αφήσει αόμματους όλους εμάς τους πρόσφυγες της πυλωτής, και στο άλλο ένα μουσκεμένο σκυλάκι που μυξοκλαίει. Κάνω τσιγάρο. Έρχεται και η κυρά, δεν είχε τίποτα λέει και ήτανε και σε «τουριστική» τιμή πανάκριβα.
Βρίσκουμε επιτέλους ένα άνοιγμα, περνάμε απέναντι και κατηφορίζουμε προς τις καφετέριες στη παραλία... Στην κατηφόρα είναι πιο εύκολα, μας βοηθάει και το νερό...
Φτάσαμε επιτέλους σε μία, ο καφές χάλια δε μου άρεσε, αλλά τουλάχιστον δε βρεχόμουνα... Και γυρίσαμε πατινάροντας στους δρόμους μέχρι το αμάξι, και φτάσαμε αισίως στο τροχόσπιτο με τρείς ώρες αφάνταστη ταλαιπωρία. Και παίρνει η κόρη μου στο κινητό και λέει που είστε σας έψαχνα και της λέω άσε πήγαμε Λουτράκι και "μας έπιασε τοπική καταιγίδα, " και μου λέει "έλα μωρέ, πως κάνεις έτσι για δυο σταγόνες βροχή". Κι εκεί αρχίζω να τραγουδάω το άσμα:
Καλοκαιρινή βροχή έλα να κλάψουμε μαζί. Έλα να κλάψουμε μαζί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες