Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

40 αιώνες μετά τα πρώτα μας τσαρούχια

Μερικές φορές νιώθεις σαν να σου λείπει κάτι και να μην ξέρεις τι...
Εύκολα το προσπερνάς και γρήγορα το ξεχνάς, έχουν πολύ παρακάτω τα πράγματα, συνήθως τα ακολουθείς, τρέχεις να τα προλάβεις. Ορισμένες φορές
όμως, κολάς σ’ αυτό το απροσδιόριστο αίσθημα – τί σου λείπει, τί σου λείπει, κι ώσπου να το διευκρινίσεις, δεν ξεκολάς.

Αυτό που μας λείπει, πεσ’ το φυλαχτό, πεσ’ το σημαία, πεσ’ το κεράκι σε ερημικό ναό, αφήσαμε να μας το πάρουν, να μας το κλέψουν, ή
το εξορίσαμε εμείς οι ίδιοι, πάντως δεν είναι εκεί.
Τώρα που το χρειάζεσαι, δεν είναι εκεί.
Ίσως να σε έπεισαν ότι δεν το χρειάζεσαι, ή ίσως πάλι από μόνος σου να το αποφάσισες, για να ταιριάζεις κι εσύ με τη μόδα, με τον συρμό, όμως
τώρα που το χρειάζεσαι δεν είναι εκεί τα «γκρέμισες τα ελληνικά αγάλματα» κι έμεινε ο γιαλός πιο μόνος και πιο αρχαίος, όπως ήταν πριν απ’ αυτά, χωρίς πρόσωπο και βλέμα «γιατί τα γκρέμισες τ’ αγάλματα;» σε ρωτάει ο ποιητής κι εσύ θυμώνεις – Δεν έχω ’γω ανάγκη τον Θεμιστοκλή του λες, και φεύγει πικραμένος ο νικητής, ικέτης στην αυλή του ηττημένου – να «εγώ ειμί» κομπάζεις, «μόνος μου κάνω τη νίκη μου, ήττα»,
ανάγκη δεν έχω εγώ κανέναν, θεό ή συνάνθρωπο, εγώ, εγώ – και τώρα σου απόμεινε το εγώ μοναχό του, χωρίς φαντάσματα ψηλά σαν καμπαναριά να το πειράζουν, χωρίς πένθη να του μαθαίνουν γράμματα, χωρίς όνειρα να το ταξιδεύουν στις ουτοπίες,
τώρα που χρειάζεσαι Μπάυρον και Ελύτη και Παπαδιαμάντη και Ρίτσο, δεν είναι εκεί, έρημος χωρίς αγάλματα ο γιαλός. Χωρίς ιερό πουθενά, ανίερος. Λόρδος Βύρων έλεγες, τουρκόφιλος σου έλεγαν, το έχαβες. Δεν φταις εσύ, θα μου πεις, αποστεωμένη διδάσκεται στα σχολεία η ιστορία. Και γιατί δεν οργάνωνες, καλέ μου ένα κρυφό σχολείο μέσα σου, να την μάθεις – και να σε μάθει, τί ήταν αυτά που πρώτα τα χρειάζεσαι και σου λείπουν.
Μήπως νομίζεις ότι αυτή η μαύρη τρύπα της άγνοιας σου για το Βυζάντιο φερ’ ειπείν, είναι άσχετη με τους τόκους που πληρώνεις τώρα στους τοκογλύφους;
Αυτοί που αποκαθήλωσαν τους θεούς σου, καθήλωσαν εσένα. Αλλά εσύ δεν έχεις ανάγκη από θεούς, μύθους και μαγικά, σου αρκεί ο κυνισμός εκείνου που σου τα σκότωσε, σου αρκεί ο κυνισμός εκείνου που σε φονεύει. Θαυμαστός κυνισμός, λογικός, έτσι είναι η εποχή μας, λες,
μην απορείς λοιπόν για την μετριότητα που σε περιβάλλει, που μέσα της πνίγεσαι, μη νοιώθεις αμήχανος που οι ελπίδες σου χάνουν την αύρα τους, μην απορείς που δεν τους βρίσκεις τώρα που τους χρειάζεσαι όσους εξόρισες, εκείνους που διαπόμπευαν τριάντα έτη οι σκύλοι στα παζάρια.
Άλλο αυτογνωσία κι άλλο αυτοπροσδιορισμός, φίλε μου καλέ, άλλο ιστορία κι άλλο αφήγηση, άλλο ελευθερία κι άλλο ελεύθερη αγορά – ξέρω, επί τριάντα χρόνια, να μυρίσει η μύτη μας μπαρούτια κι αίματα απ’ το ράσο του Παπαφλέσσα ήταν ρετσινιά, βαλκάνια πράγματα και μίζερα – τώρα όμως που χρειάζεσαι λίγη αποκοτιά δεν έχεις – δεν έχω.
Ζήσαμε πολλά χρόνια, φίλε μου, υπακούοντας σε μια πτωχοπροδρομική λαϊφοστιλιά πολύ ευρωπαϊκώς ενδεδυμένη – τώρα ο διάολος έχει έρθει για να εισπράξει. Αυτή η μετριότητα γύρω σου είναι ο τρόπος του.
Διότι, φίλε μου η μετριότητα ενσωματώνει των τραγωδία. Μπορεί να είναι ο πόνος πολύς, μπορεί η καταστροφή ναναι αφόρητη, αλλά όσο λες τα ίδια, ακούς τα ίδια, συμβιβάζεσαι με τις μεγάλες κουβέντες που γίνονται μισόλογα, τα ίδια σε περιμένουν. Μέτρια πράγματα, λίγη φτώχεια παραπάνω, λίγη δυστυχία, ακόμα, και τί έγινε; το πορτραίτο σου γερνάει, όχι εσύ! ο Θεμιστοκλής που χρειαζόσουν έχει πάρει τον δρόμο για τα Σούσα, όχι η ψυχή σου.
Εσύ (κι εγώ) είμαστε σίγουροι μέσα στις βεβαιότητές μας – τί κι αν τώρα που τους χρειαζόμαστε, δεν τους έχουμε, τους ναούς και τις λιτανείες, τους ήρωες και τους αντάρτες, τα κόμματα και τα πλακάτ, που μας πήγαιναν μπροστά, σπαθιά κοφτερά, λόγια γεμάτα σάλπιγγες, μανιφέστα, διαδηλώσεις και προκηρύξεις – γελάει πονηρά μ’ όλα αυτά ο Μεφιστοφελής απ’ τα δελτία των οκτώ – «χρυσέ μου», σου λέει, «δεν πήρες τη Μαργαρίτα σου; τί θέλεις τώρα;» - έλα ντε! απλώς
μερικές μυστήριες μέρες, με ήλιο ή βροχερές, νοιώθω σαν κάτι να μου λείπει και δεν ξέρω τί είν’ αυτό...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες