Πάνε ενενήντα χρόνια απ’ όταν ο Λένιν πέθανε.
Και εικοσιτρία χρόνια απ’ όταν, ό,τι είχε απομείνει απ’ το έργο του μέσα στο πλαίσιο της ΕΣΣΔ, κατέρρευσε.
Από νέος έβλεπα τον Λένιν σε πλακάτ, φωτογραφίες, ζωγραφιές, φίλμς κι αγάλματα, άλλοτε να αγορεύει, άλλοτε να γράφει και να σκέφτεται, άλλοτε
γελαστόν κι άλλοτε συνοφρυωμένον, σοβαρόν, χαρούμενον ή περιπαικτικόν ή κουρασμένον, μόνον έναν Λένιν δεν έχω δει: τον μελαγχολικό Λένιν.
Πάνε πολλά χρόνια, ήμουν στη Μόσχα του Αντρόπωφ με τον σοσιαλισμό κρύον και κατηφή σαν τα προάστια της πόλης, να προαισθάνεται το τέλος ενός έπους με τον ήσυχο θάνατο ενός μικροαστού. Η μάχη της τραγωδίας με τη φάρσα είχε προ πολλού τελειώσει και ο επίλογος Γκορμπατσόφ δεν θα είχε παρά να προσθέσει αέρα στο τίποτα...
Εκείνες τις ημέρες είδα μια μεγάλη ζωγραφιά του Λένιν στο Μουσείο∙ τον έδειχνε χαμογελαστόν να περπατά στην εξοχή, με τα χέρια δεμένα πίσω του στην πλάτη, ευτυχισμένον, με την αισιοδοξία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού να του χαϊδεύει τις παριές, όπως το ανοιξιάτικο αεράκι,
ήταν και είναι ο καλύτερος Λένιν που έχω δει.
Δεν ήταν όμως ο Λένιν μελαγχολικός
ούτε κι εγώ που αναζητούσα ακόμα τότε τον «κουρασμένον Ηρακλή», ήμουν σίγουρος για τον κόσμο, ακόμα και στην ήττα έβλεπα την αναγέννηση. (Πράγμα που μου συμβαίνει ακόμα).
Πέρασαν χρόνια ώσπου να συναντήσω τον Λένιν μελαγχολικόν∙ ήταν ακουμπισμένος στην κουπαστή της γέφυρας απ’ όπου πέταξαν σκοτωμένη τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και μιλούσε με τα γράμματα που του είχε στείλει.
Τους έλεγε για τον χαμένο μηχανικό των μεγάλων υδροηλεκτρικών φραγμάτων, εκείνον που χάθηκε στον δρόμο για το Ιρκούτσκ κι εκείνη του χαμογελούσε και τον ζήλευε που είδε, ο Λένιν, τη γη από ψηλά με τα μάτια του Γκαγκάριν.
Παράξενα πέρασε ο εικοστός αιώνας. Οι αγαπημένοι προλετάριοι του Λένιν ανέβηκαν στον Ολυμπο και έσεισαν τους ουρανούς – έμειναν εκεί
να τους τρώει το συκώτι η αποτυχία τους να στέψουν την αθωότητα Κόρη όλων των ανθρώπων. Δεν χάθηκε ο κόσμος. Ο κόσμος θα χαθεί όταν τα όνειρα θα κατεβούν στα Τάρταρα.
«Νομίζω ότι όλα τέλειωσαν όταν βοηθούσες τον Γκόργκυ να διαφύγει απ’ το κράτος που έφτιαχνες», πείραζε τον μελαγχολικό Λένιν η Ρόζα, όχι όλα είχαν τελειώσει από πιο πριν απαντούσε εκείνος, για αυτό θα ξαναρχίσουν πάλι, συνεχώς θα ξαναρχίζουν,
ώσπου αυτοί που ερμήνευσαν τον κόσμο να μπορέσουν να αλλάξουν.
Παλιές ιστορίες, παλιά φυλαχτά απ’ την εποχή του Σπάρτακου και του Ιησού, του Ιουλιανού και των ηττημένων αιρέσεων, χιλιοειπωμένες ιστορίες που τις γράφουν και τις ξαναγράφουν οι ποιητές και οι προφήτες,
ιστορίες σαν «μηχανές που τρέχουν μέσα στον χρόνο» από άγαλμα σε άγαλμα, από επανάσταση σε επανάσταση. Κι έτσι με το ένα και το άλλο έγινε ο Λένιν για τους λαούς μια μελαγχολική νοσταλγία του μέλλοντος, κάτι σαν τον μαρμαρωμένο βασιλιά όπου πάλε με χρόνια με καιρούς πάλε δικά μας θα ‘ναι, τα γεννήματα της γης και ο πλούτος των εθνών. Διότι απ’ την πρώτη εποχή που έστησε βασίλειο το άδικο, δίκιο δεν ησύχασε. Θέλει αιώνες, θα μου πεις, η ουτοπία δεν είναι του κόσμου τούτου, ε και;
Ο άνθρωπος είναι αυτά που θυμάται – σημασία λοιπόν έχει μόνον πως περπάτησες πάνω στη γη, πράος ή Μήδος, ζαρκάδι ή τόκος, αν τόλμησες στην αρετή να μη δώσεις άλλα ονόματα κι αν η μελαγχολία σου είναι πλήρης αγάπης.
Τώρα, που πέρασαν τα χρόνια, νομίζω ότι εκείνον τον «Λένιν στην εξοχή» που είδα στη Μόσχα, πασίγνωστον άλλωστε από εκατομμύρια ρεπροντιξιόν θα τον έπαιρναν αγκαλιά τα δέντρα, ωραία ζωγραφισμένα κι αυτά – θαρρώ ότι ορισμένα θα ζουν ακόμα, θαρρώ ότι ορισμένα είδαν τα μάτια τους πολλά, θαρρώ ότι
ορισμένα θα δουν κι άλλα – είμαι μια ελιά που την πότισε το αθάνατο νερό και είδε Μυκηναίους να ψήνουν σουβλάκια στην Τίρυνθα, Τουρκιά στην Αλαμάνα κι αντάρτες να πηγαίνουν καλιά τους στα βουνά σαν αηδονάκια που τα βρήκε παγετός απότομος.
Κρύο και φέτος σε πολλά απ’ τα σπίτια μας, διότι κάναμε πολύ πίσω πολύν καιρό απ’ τις σημαίες μας.
Πάνε ενενήντα χρόνια από τότε που πέθανε ο Λένιν. Τα κομματικά βιβλιάρια έγραψαν τις ιστορίες εκατομμυρίων ανθρώπων – να υποκλίνεται ο Αισχύλος μπροστά στην τραγωδία αυτών των θεών που τόσο αγάπησαν τους ανθρώπους και λόγια να μην έχουν οι γλώσσες των ανθρώπων να πουν τα ανείπωτα,
τα χιλιοειπωμένα
με μια λέξη
ή με χιλιάδες τόμους
με μια σιωπή ή με τη βοή του σύμπαντος. Είδα τον Λένιν Προμηθέα και είδα τον Λένιν Γκουέρνικα, τον είδα να βλέπει μαγεμένος σινεμά, τον είδα να υψώνει τη γροθιά των μαζών ως τους ουρανούς του δίκιου, της γαλήνης και της αρμονίας, μα ώσπου να δω τον Λένιν μελαγχολικόν, δεν είχα δει τίποτα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες