«Και συ, τσούλα των δήμιων, Επιστήμη,/ της Αλήθειας εσχάτη τεφροδόχα,/ και συ, πρόστυχη Πένα και ψοφίμι,/ του βούρκου λιβανίζετε την μπόχα!».
Ζούμε σε εποχές που πρώην υπουργοί σουλατσάρουν τα υπερπολυτελή τζιπ τους με πλαστές πινακίδες. Που για τα απίθανα «ριφιφί», όπως αυτό στο Χρηματιστήριο, δεν υπάρχουν ένοχοι.
Που τα υποβρύχια «γέρνουν», αλλά πάλι δεν υπάρχουν ένοχοι. Που ένας λαός εξανδραποδίζεται, αλλά οι ένοχοι παριστάνουν τους «σωτήρες». Με τον μαγικό του τρόπο ο Σικελιανός το ‘χε πει στην κηδεία του Παλαμά: Όταν ένας λαός βρίσκεται στα δύσκολα γυρίζει και ακουμπάει στους ποιητές του.
Τέτοιο «αγκωνάρι», για να ακουμπήσεις, για να πάρεις ανάσα, είναι ο Βάρναλης.
Την Δευτέρα, προχτές, συμπληρώθηκαν 39 χρόνια από το θάνατο του Κώστα Βάρναλη, στις 16 Δεκεμβρίου 1974. Ο στιχουργός των «Μοιραίων» και της«Μπαλάντας του κυρ-Μέντιου», ο δημιουργός του αριστουργήματος «Το Φως που Καίει», ο ποιητής Βάρναλης, δεν ήταν «μόνο» ποιητής. Και αυτό το «μόνο» μπορεί για οποιονδήποτε άλλον να ακουγόταν κακόηχο, ειδικά όταν αναφερόμαστε στην ποίηση. Αλλά στην περίπτωση του Βάρναλη ακόμα και αυτός ο προσδιορισμός, η τόσο ευρύχωρη και πλατιά ιδιότητα του ποιητή είναι στενή. Μιας και όταν μιλάμε για τον Βαρναλη μιλάμε στην ουσία για αυτό που έλεγε ο Ρίτσος. Δηλαδή για την «φωνή του λαού» και για τον «παππού των λαϊκών αγώνων».
Ο Βάρναλης με το εμβληματικό έργο του «Το Φως που Καίει» (1921) λειτούργησε ως μετουσίωση όλων όσων περιέγραφε, εφτά χρόνια νωρίτερα, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης στο «Μανιφέστο» του:
«...Είναι τώρα κάμποσος καιρός, που - ντροπή μας - ένα σωρό μικράνθρωποιμπήκαν μες στο άλσος της Τέχνης και κουρέψανε τις δάφνες (...) ανεχόμαστε ν' ανεβαίνουν το πορφυρό θρονί παράσιτα και χίλια μαλάκια, στενοκέφαλοι κι αντιπαθητικοί, και μακάριοι φχαριστούμαστε διαβάζοντας πως ο κ. Α ή Β εποιήσατο ενώπιον εκλεκτού ακροατηρίου διάλεξιν περί κτλ., ο σοφός ομιλητής κατεχειροκροτήθη". Κι εμείς ξέρουμε πως ο κ. Α ή Β είναι μια μετριότητα αξιοπεριφρόνητη και κωμική, και στη ζωή και στην Τέχνη, ένας αυθάδης παρείσακτος, που αλλού μήτε γι' ακροατής διαλέξεων δε θα 'κανε (…). Καλώ τους Νέους, που βράζει μέσα τους το αίμα, κι είναι καλεσμένοι γι' αυριανούς θριάμβους, να συντρίψουμε τα είδωλα και να μπούμε εμείς μπροστά. Να ρίξουμε ό,τι ξέρουμε για ψεύτικο και για πλαστό, να σεβαστούμε μοναχά ό,τι στέκεται Ιερό και ό,τι καθοσίωσεν η Αγνή Εμπνευση.
Σας περιμένω».
Με τη δημοσίευση του «Μανιφέστου» ξέσπασε σάλος. Τότε ο Βάρναλης είχε ήδη περάσει τα 30, ήταν ήδη ποιητής και με στρωμένη ζωή. Μια ζωή που ο Βάρναλης την αναποδογύρισε. Και με το έργο του έγινε ο σημαιοφόρος κάθε μορφής αγώνα ενάντια στο «βούρκο» και τη στασιμότητα. Ενάντια σε κάθε λογής «μικρανθρωπάκους» και «παράσιτα». Ο Βάρναλης αναποδογύρισε τη ζωή του κάνοντας εκείνη τη μεγάλη επιλογή: Να γράψει - όπως έλεγε ο Λειβαδίτης - «για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν, για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα απ' τον άμμο...». Ο Βάρναλης και με την προσωπική του ζωή και με την Τέχνη του έκανε αυτό ακριβώς που είχε πει ο Λουντέμης στον πρόεδρο του δικαστηρίου - στη δίκη όπου ο Βάρναλης προσήλθε ως μάρτυρας υπεράσπισής του - όταν ο πρόεδρος του έκανε την παραίνεση να κάνει μια «δήλωση μετανοίας» και αποκήρυξης των ιδεών του για να πάψει να «τραβιέται» στα ξερονήσια: «Κύριε πρόεδρε - απάντησε - ο άνθρωπος έκανε κάτι εκατομμύρια χρόνια για να σταθεί στα δυο του πόδια. Δεν θα τον ξαναγυρίσω εγώ στα τέσσερα»!
Ο Βάρναλης έζησε πέρα από κάθε σεμνοπρέπεια και σοβαροφάνεια. Ανατρεπτικός και σαρκαστικός σε όλα. Όταν τη δεκαετία του '50 νεαρός δημοσιογράφος τον ρώτησε ποια είναι τα σημαντικότερα ιδανικά της ζωής, ο απίθανος Βάρναλης του απαντά: «Οι γυναίκες, η θάλασσα, η φασουλάδα και να βλέπεις να παίζουν τάβλι στο "Βυζάντιο"..»
Ο Βάρναλης, αμετανόητος κομμουνιστής, έγραψε με πλήρη επίγνωση ότι «όλες οι τέχνες "πολιτεύονται", είτε το ξέρουνε είτε όχι, είτε τους φαίνεται είτε όχι. Κι η επαναστατική τέχνη "πολιτεύεται" - έλεγε ο Βάρναλης - με τη διαφορά, πως το ξέρει. Γιατί αν είναι κανείς συντηρητικός από κοινωνική Συνήθεια, γίνεται επαναστάτης μονάχα από γνώση της πραγματικότητας κι από αντίδραση στη Συνήθεια».
Ο Βάρναλης έγραψε – κι είναι από τα σημαντικότερα που αξίζει να σημειωθούν ειδικά στις σημερινές συνθήκες - χωρίς να χαϊδεύει εκείνον στον οποίο απευθυνόταν, τον λαό. Χωρίς να τον θωπεύει. Χωρίς να τον αφήνει έξω από την ευθύνη του. Από την προσωπική του ευθύνη να πάψει να είναι «θύμα, ψώνιο και σύμβολο αιώνιο» της μοίρας του.
(*) Για δεύτερη χρονιά στο «Θέατρο της Ημέρας» στους Αμπελόκηπους παίζεται σε δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία του σπουδαίου Βασίλη Κολοβού το μέγιστο ποιητικό αριστούργημα του Κώστα Βάρναλη «ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ‘’ΠΑΝΤΑ’’ ΚΑΙΕΙ». Το έχουμε δει. Μακάρι να το δουν όσο γίνεται περισσότεροι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες