του ΓΙΑΝΝΗ ΤΡΙΑΝΤΗ
Μιλώντας για την τριλογία του κακού (βία, μίσος, εξτρεμισμός) διεξήλθαμε χθες το θέμα της βίας, όσο γίνεται, βέβαια, στο πλαίσιο ενός σημειώματος... Το μίσος θα μας απασχολήσει σήμερα, ως στοιχείο που εκλύεται και προκαλεί «εγκλήματα μίσους», όπως αυτά έχουν προσδιοριστεί ως όρος από τους Αμερικανούς και «εισήχθη» αργότερα στην Ευρώπη.
Στο υπό κατάθεσιν «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο» ποινικοποιείται «η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους, καθώς και ο δημόσιος εγκωμιασμός, η κακόβουλη άρνηση και η εκμηδένιση της σημασίας που έχουν τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος (γενοκτονίες, εγκλήματα πολέμου) και ειδικά το Ολοκαύτωμα και ο ναζισμός».
Ειδικότερα, σχετικά με το μίσος, επαπειλείται ποινή «εναντίον προσώπου που προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος κατά προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό και τη σωματική ακεραιότητα» (από το ρεπορτάζ της Βάνας Φωτοπούλου στην «Κυριακάτικη Ε»- 13.10.2013).
Ας αφήσουμε στην άκρη την ολοκληρωτικού τύπου ποινικοποίηση της άποψης για τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητος. Εχουμε αναφερθεί και άλλοτε, διεξοδικώς, σ' αυτή την άκρως φασιστική αντίληψη, η οποία γεννά τέρατα (απαγόρευση βιβλίων, φυλακίσεις συγγραφέων, εξαφάνιση ενστάσεων, αποθέωση της ιστορικής μονομέρειας κ.τ.λ.). Απ' ό,τι φαίνεται, θα χρειαστεί να επανέλθουμε, αλλά ας εστιάσουμε στο θέμα του μίσους.
Κατ' αρχήν, το μίσος εμφιλοχωρεί στα ανθρώπινα και προσδιορίζει συχνά τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Οπως και η μνησικακία, η ανάμνηση ενός κακού, που συνοδεύεται από την επιθυμία εκδίκησης ή ανταπόδοσης. «Τίποτε δεν σε εξαντλεί γρηγορότερα από το αίσθημα της μνησικακίας», λέει ο Νίτσε. Και το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για το μίσος, που φωλιάζει στα σωθικά και επενεργεί τοξικά στο είναι των ανθρώπων.
Ομως, όταν το μίσος εγκιβωτίζεται στο στενό πλαίσιο νομικών διευθετήσεων, τότε ενδέχεται να δημιουργηθούν τεράστια ζητήματα που εκφεύγουν της αυτονόητης ερμηνευτικής δυσκολίας και φτάνουν στο πεδίο μιας επικίνδυνης εφαρμογής. Αν αναλογιστούμε ότι σε ήπια βεβαίως μορφή αλλά αρκούντως σαφή, κηρύγματα μίσους θα μπορούσαν να θεωρηθούν πλείστα όσα ιερά κείμενα θρησκειών, πολιτικών διακηρύξεων, αλλά και λογοτεχνικών καταθέσεων, κατανοεί κανείς εύκολα το επίφοβον του πράγματος.
Επίσης, πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί νομικά το αυτονόητο μίσος εναντίον ολοκληρωτικών απόψεων, δικτατοριών, ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, καθώς και το αναπόδραστο ταξικό μίσος ή το μίσος που εκλύεται σε μία κοινωνία εναντίον εκείνων που ασκούν δυναστική, εγκληματική πολιτική και είναι υπεύθυνοι για τον οικονομικό αφανισμό μιας χώρας; Ποιος θα ερμηνεύσει πειστικά και δίκαια μια δημόσια προτροπή για «λαϊκή εξέγερση» ή για «ανατροπή» και δεν θα μπει στον πειρασμό -ανατρέχοντας στο περιώνυμο «αντιρατσιστικό»- να θεωρήσει έγκλημα ακόμη και ακραιφνώς πολιτικές διακηρύξεις;
Ενας άλλος κίνδυνος, που προβάλλει ορατός, είναι να ποινικοποιούνται κείμενα γραφιάδων, να λογοκρίνονται λογοτεχνικά έργα και να επιβληθεί ένα ανατριχιαστικό καθεστώς, μπροστά στο οποίο οι απαγορεύσεις της χούντας θα φαντάζουν λειμώνας ήπιου φασισμού... Και στο κάτω κάτω, γιατί δεν έχει κάποιος το δικαίωμα να πει δημοσία -και να το γράψει- «απεχθάνομαι ή μισώ την πατρίδα μου, τη σημαία, τους προγόνους, τα σύνορα, την Ορθοδοξία» και ό,τι άλλο αφορά ιδέες, δόγματα, ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα και, τέλος πάντων, ό,τι βάζει ο νους του όταν δεν παρακινεί αλλά λέγει; Οταν δεν προτρέπει αλλά εκθέτει; Οταν δεν παροτρύνει αλλά θεωρεί, ισχυρίζεται, διατείνεται και πιστεύει;
Ναι, υπάρχει ένα λεπτό, δυσδιάκριτο όριο μεταξύ θεωρητικής προσέγγισης και δυνάμει προτρεπτικής διακήρυξης. Ομως αυτή η λεπτή γραμμή ανιχνεύεται, όπως προαναφέρθηκε, σε χιλιάδες κείμενα, ακόμη και σε κάποια που... στηλιτεύουν το μίσος... Τέλος πάντων, η σαφής προτροπή για επιτέλεση εγκληματικών ενεργειών («Κάψτε τους μετανάστες», φερ' ειπείν) είναι διακριτή. Και αντιμετωπίσιμη. Ομως, η αντιμετώπιση του μίσους, όπως -φαίνεται να- επιχειρείται από το υπό κατάθεσιν νομοσχέδιο, κρύβει τεράστιους κινδύνους. Οι εμπνευστές, αλλά και όσοι αγαθή τη προθέσει το ψηφίσουν, θα το βρουν συντόμως μπροστά τους...
http://www.enet.gr/
Μιλώντας για την τριλογία του κακού (βία, μίσος, εξτρεμισμός) διεξήλθαμε χθες το θέμα της βίας, όσο γίνεται, βέβαια, στο πλαίσιο ενός σημειώματος... Το μίσος θα μας απασχολήσει σήμερα, ως στοιχείο που εκλύεται και προκαλεί «εγκλήματα μίσους», όπως αυτά έχουν προσδιοριστεί ως όρος από τους Αμερικανούς και «εισήχθη» αργότερα στην Ευρώπη.
Στο υπό κατάθεσιν «αντιρατσιστικό νομοσχέδιο» ποινικοποιείται «η δημόσια υποκίνηση βίας ή μίσους, καθώς και ο δημόσιος εγκωμιασμός, η κακόβουλη άρνηση και η εκμηδένιση της σημασίας που έχουν τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητος (γενοκτονίες, εγκλήματα πολέμου) και ειδικά το Ολοκαύτωμα και ο ναζισμός».
Ειδικότερα, σχετικά με το μίσος, επαπειλείται ποινή «εναντίον προσώπου που προκαλεί, διεγείρει ή προτρέπει σε πράξεις ή ενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν διακρίσεις, μίσος κατά προσώπων που προσδιορίζονται με βάση τη φυλή, το χρώμα, τη θρησκεία, τις γενεαλογικές καταβολές, την εθνική καταγωγή, τον γενετήσιο προσανατολισμό και τη σωματική ακεραιότητα» (από το ρεπορτάζ της Βάνας Φωτοπούλου στην «Κυριακάτικη Ε»- 13.10.2013).
Ας αφήσουμε στην άκρη την ολοκληρωτικού τύπου ποινικοποίηση της άποψης για τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητος. Εχουμε αναφερθεί και άλλοτε, διεξοδικώς, σ' αυτή την άκρως φασιστική αντίληψη, η οποία γεννά τέρατα (απαγόρευση βιβλίων, φυλακίσεις συγγραφέων, εξαφάνιση ενστάσεων, αποθέωση της ιστορικής μονομέρειας κ.τ.λ.). Απ' ό,τι φαίνεται, θα χρειαστεί να επανέλθουμε, αλλά ας εστιάσουμε στο θέμα του μίσους.
Κατ' αρχήν, το μίσος εμφιλοχωρεί στα ανθρώπινα και προσδιορίζει συχνά τη συμπεριφορά των ανθρώπων. Οπως και η μνησικακία, η ανάμνηση ενός κακού, που συνοδεύεται από την επιθυμία εκδίκησης ή ανταπόδοσης. «Τίποτε δεν σε εξαντλεί γρηγορότερα από το αίσθημα της μνησικακίας», λέει ο Νίτσε. Και το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί για το μίσος, που φωλιάζει στα σωθικά και επενεργεί τοξικά στο είναι των ανθρώπων.
Ομως, όταν το μίσος εγκιβωτίζεται στο στενό πλαίσιο νομικών διευθετήσεων, τότε ενδέχεται να δημιουργηθούν τεράστια ζητήματα που εκφεύγουν της αυτονόητης ερμηνευτικής δυσκολίας και φτάνουν στο πεδίο μιας επικίνδυνης εφαρμογής. Αν αναλογιστούμε ότι σε ήπια βεβαίως μορφή αλλά αρκούντως σαφή, κηρύγματα μίσους θα μπορούσαν να θεωρηθούν πλείστα όσα ιερά κείμενα θρησκειών, πολιτικών διακηρύξεων, αλλά και λογοτεχνικών καταθέσεων, κατανοεί κανείς εύκολα το επίφοβον του πράγματος.
Επίσης, πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί νομικά το αυτονόητο μίσος εναντίον ολοκληρωτικών απόψεων, δικτατοριών, ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων, καθώς και το αναπόδραστο ταξικό μίσος ή το μίσος που εκλύεται σε μία κοινωνία εναντίον εκείνων που ασκούν δυναστική, εγκληματική πολιτική και είναι υπεύθυνοι για τον οικονομικό αφανισμό μιας χώρας; Ποιος θα ερμηνεύσει πειστικά και δίκαια μια δημόσια προτροπή για «λαϊκή εξέγερση» ή για «ανατροπή» και δεν θα μπει στον πειρασμό -ανατρέχοντας στο περιώνυμο «αντιρατσιστικό»- να θεωρήσει έγκλημα ακόμη και ακραιφνώς πολιτικές διακηρύξεις;
Ενας άλλος κίνδυνος, που προβάλλει ορατός, είναι να ποινικοποιούνται κείμενα γραφιάδων, να λογοκρίνονται λογοτεχνικά έργα και να επιβληθεί ένα ανατριχιαστικό καθεστώς, μπροστά στο οποίο οι απαγορεύσεις της χούντας θα φαντάζουν λειμώνας ήπιου φασισμού... Και στο κάτω κάτω, γιατί δεν έχει κάποιος το δικαίωμα να πει δημοσία -και να το γράψει- «απεχθάνομαι ή μισώ την πατρίδα μου, τη σημαία, τους προγόνους, τα σύνορα, την Ορθοδοξία» και ό,τι άλλο αφορά ιδέες, δόγματα, ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα και, τέλος πάντων, ό,τι βάζει ο νους του όταν δεν παρακινεί αλλά λέγει; Οταν δεν προτρέπει αλλά εκθέτει; Οταν δεν παροτρύνει αλλά θεωρεί, ισχυρίζεται, διατείνεται και πιστεύει;
Ναι, υπάρχει ένα λεπτό, δυσδιάκριτο όριο μεταξύ θεωρητικής προσέγγισης και δυνάμει προτρεπτικής διακήρυξης. Ομως αυτή η λεπτή γραμμή ανιχνεύεται, όπως προαναφέρθηκε, σε χιλιάδες κείμενα, ακόμη και σε κάποια που... στηλιτεύουν το μίσος... Τέλος πάντων, η σαφής προτροπή για επιτέλεση εγκληματικών ενεργειών («Κάψτε τους μετανάστες», φερ' ειπείν) είναι διακριτή. Και αντιμετωπίσιμη. Ομως, η αντιμετώπιση του μίσους, όπως -φαίνεται να- επιχειρείται από το υπό κατάθεσιν νομοσχέδιο, κρύβει τεράστιους κινδύνους. Οι εμπνευστές, αλλά και όσοι αγαθή τη προθέσει το ψηφίσουν, θα το βρουν συντόμως μπροστά τους...
http://www.enet.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες