Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Επιστροφή.... του Στάθη

Καλώς σας βρήκα μετά τριάντα ημέρες και τέσσερα-πέντε παρένθετα κείμενα, έτσι για «να κυκλοφορούν τα αισθήματα».
Μεγάλο πράγμα η άδεια, όσον κι αν αγαπάς τη δουλειά σου. Μεγάλη κατάκτηση του εργατικού κινήματος. Απ’ αυτές που χάνονται - ή που σβήνουν,πριν να χαθούν.
Ως πριν από λίγα χρόνια, η άδεια ταυτιζόταν με τις διακοπές, τον παραθερισμό -παραθερίζω, πάω παράλληλα, παρέα με το θέρος- τι ωραία λέξη!
Συν τω χρόνω, αντί να πηγαίνουμε μπροστά, πάμε πίσω κι έτσι όλο και λιγότερες μέρες της άδειας ταυτίζονται με ημέρες διακοπών. Oλο και μικρότερες άδειες, όλο και λιγότερες έως καθόλου οι διακοπές μέσα σε αυτές. Αυτή είναι

η τάση των καιρών, μια ακόμα «μεταρρύθμιση» στη ζωή μας - ας όψονται αυτοί που δεν θέλουν τέτοιες μεταρρυθμίσεις, που είναι «κολλημένοι στο χθες», καθώς λέει και ο κ. Σαμαράς.
Oπως και να ’χει, όμως, το θέρος, θέρος! μάλιστα το ελληνικό καλοκαιράκι! σαν στιχάκι από αστέρια,
σαν κοριτσίστικη καρδιά.
Το θέρος έχει άλλη σχέση με τον χρόνο, πάει αργά κι ας φεύγει γρήγορα, σου υπενθυμίζει πώς θα ’πρεπε να ’ναι η ζωή,
ο χρόνος περιέχει, ο χρόνος αποδεικνύει.
Η ολιγαρκής αφθονία του θέρους που σου χαϊδεύει με ποίηση το μυαλό - με τη σημερινή τεχνολογία οι άνθρωποι θα μπορούσαν να δουλεύουν τρεις-πέντε ώρες την ημέρα κι όποιος ήθελε περισσότερο, επιστήμονας στο εργαστήριο, καλλιτέχνης ή σταχανοβίτης, χαλάλι του. Δεν θα
υπήρχε άνεργος κανείς κι όλοι θα ζούσαν με μια τίμια και μετρημένη αφθονία, δίκαιη - το θέρος σου βάζει ιδέες ευτυχίας
μάλλον κομουνιστικές. Στο χλιαρό μεσημεριανό μονοπάτι από κυπαρισσάκι σε κυπαρισσάκι μπορείς να μιλάς με τον εαυτόν σου, κάπως αριστοκρατικό, αλλά αν είναι θεάρεστο κι αυτό υπέρ των πληβείων καταλήγει να ’ναι.

Μια αύρα που δεν μπάζει από πουθενά το θέρος, ένα ιντερμέτζο μακρυά απ’ τον προφυλαγμένο κόσμο που σχεδιάζει τόκους και μυρίζει θειάφι- το θειάφι του πολέμου. Ιντερμέτζο, τουλάχιστον όταν κλείνεις τα μάτια
και κοιμάσαι με το αστυνομικό σου στο χέρι, ενώ η αλεπού θηρεύει στο χωράφι σου καθώς νυχτώνει. Αργή η οργή φέτος στην επαρχία, έχει
καναν χρόνο που έφθασε κι εδώ η κρίση. Κι αρχίζει να παίρνει σχήματα, τον άγριο δισταγμό να παραγγείλεις δεύτερη μπύρα, να κεράσεις εσύ τα ουζάκια και η βεβαιότης ότι δεν θα φθάνουν τα λεφτά για το πετρέλαιο που πίνει το τρακτέρ για να ραντίσεις την ντομάτα που ούτε φέτος πιάνει τιμή.
Ολοι οι Αθηναίοι -παρ’ ότι η αφεντιά μου επαρχιώτης- ακόμα λοιπόν και οι μέτοικοι, όταν πάμε ή επιστρέφουμε στην επαρχία, αρχίζουμε τις κοινωνιολογικές παρατηρήσεις,
σαν UFO της δεκάρας που έχουν επισκεφθεί και παρατηρούν έναν αλλούτερο κόσμο. Κωμικόν. Αν είσαι στα σύγκαλά σου, συνέρχεσαι γρήγορα -τίποτα περισσότερο
απ’ το τεσσάρων χρόνων βρακάκι που πλατσουρίζει παρά θίν’ αλός, δεν έχουν οι άγγελοι και τα μανιφέστα να σου στείλουν για να νοιώσεις
το μέγα δώρο της ύπαρξης των ανθρώπων. Το μωρό που θα μάθει πιάνο και
το βιβλίο που ευδόκησε να διαβασθεί, χιλιόμετρα βίου με την ίδια μηχανή - αν μιλούσε, θα έλεγε ότι έρχομαι απ’ τα γιοφύρια που πέρασαν οι Κένταυροι κι όταν φθάνω στο κλεινόν Αστυ, θυσιάζω στην ομορφιά του και τα πάθια του - εγώ μια μηχανή
που έχω δουλέψει σε μερσεντές και ζάσταβα, που έχω ποζάρει στις αφίσες των φουτουριστών, είδα άστεα πολλά και ξέρω: θαρρείτε, έχει ο καιρόςγυρίσματα όπως έχουν στροφές οι δρόμοι.
Διακοπές στο σπίτι, στο διπλανό διαμέρισμα ληστεία, όλοι έρχονται πιο κοντά. Την άλλη μέρα ο φίλος που δυσπραγεί έρχεται «επίσκεψη», όπως έλεγε η μάνα μου, με μια τσαντούλα παγωτά-αρχοντιές, δεν υπάρχουν «άδεια χέρια» για τις γεμάτες καρδιές.
Χλιαρό δάκρυ φέτος το καλοκαίρι ο άνεργος - πώς θα μπορούσε να ’ναι αλλοιώς; Αναπόφευκτη βουίζει πάνω απ’ την επικράτεια η παπαρολογία των κυβερνώντων - πώς θα μπορούσε να’ ναι αλλοιώς; Το success story
πέθανε νωρίς, πριν να βγει ο Ιούλιος, και δεν το έκλαψε κανείς. Τώρα, τέλος Αυγούστου, ήρθε ο Σεπτέμβρης και στην επαρχία και στο Αστυ, βαρύθυμο
το στράτευμα οπλίζεται για έναν ακόμα χειμώνα έξω απ’ τα τείχη της Τροίας, μόνον που αυτήν τη φορά «συφοριασμένες» είναι οι προσπάθειες οι δικές μας κι όχι των Τρώων.
Από μικρός απορούσα γιατί ο Ποιητής έδειξε να αγαπά τους Τρώες περισσότερο από μας - για τον Εκτορα φύλαξε το υπέρτατο εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης κι όχι για τον Αχιλλέα, ήταν
πόλεμος ηρώων, αγόρι μου, κι όχι τάξεων.
Στον πόλεμο των ηρώων νικάει ο θνήσκων. Στον πόλεμο των τάξεωννικάει ισχυρός. Και ο ηττημένος αναμένει ανάσταση νεκρών. Τι άλλο
είναι οι κόκκινες σημαίες, παρά η υπόσχεση των νεκρών για ένα μέλλον χωρίς νεκρούς;
Πολλά χρόνια τώρα -επιτρέψτε μου να μιλήσω για μένα- έχω ταξιδέψει πολύ, απ’ τον Κίτρινο Ποταμό στην Κίνα έως τη Γη του Πυρός στην Παταγονία, στην Ουσουάουα στην Ακρη του Κόσμου. Ομως,
τα τελευταία καλοκαίρια, Ελληνας του Νότου κι εγώ, εκ Πύργου Ηλείας ορμώμενος, το ’χω σε καλό να πηγαίνω σαν σε προσκύνημα ως τονΑκροταίναρο. Εκεί που τελειώνει η Ελλάδα και αρχίζει η υπόλοιπη.
Βουτάει η γη στη θάλασσα και ξαναβγαίνει στη λεβεντογέννα Κρήτη. Κι ύστερα βουτάει ξανά στα νερά και βγαίνει στις χώρες των Αράβων και των Αιθιόπων, όπως
βουτάει ο Αλφειός τα νερά του στο Ιόνιο και τα ξαναβγάζει στις κρήνες των Συρακουσών. Συνεπώς, συντρόφισσες και σύντροφοι, κυρίες και κύριοι
κι εν γένει καπετάνισσες και ναυτάκια,
ένα ακόμα καλοκαίρι προσέθεσε στη ζωή μας τα δώρα του - για άλλουςόπλα και γράμματα και για άλλους χρόνον που έφυγε. Σας εύχομαι
τον χρόνο που έρχεται, ευχηθείτε μου παρακαλώ κι εσείς το ίδιο. Τον χρόνο της μνήμης κι όχι τον χρόνο του λωτού. Εχουμε πολλή Τροία μπροστά μας. Ο χρόνος περιέχει, ο χρόνος αποδεικνύει...
Και, ίσως για αυτό, ο χρόνος υποδεικνύει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες