Τα πρωινά είναι απόλαυση η θάλασσα. Ήρεμη, γαλανή σε πλήρη ακινησία. Να την ρουφήξεις όπως λένε στο ποτήρι. Εκεί έξω απ' το τροχόσπιτο αμίλητος ν' απολαμβάνεις τον καφέ σου. Κάθε του ρουφηξιά τσιγάρο άσσο έξπορτ και επικρότηση. Άιιιι. Και περιμένεις νά'ρθει μεσημέρι, ν' ανάψεις κάρβουνα, να τσούξεις ούζο, να βάλεις τ' αλιεύματα επάνω στη φωτιά.
Κι άραξε ο ευτραφής ο κύριος πιο πέρα, το ευτραφή του τέσσερα επί τέσσερα ρίχνοντας μια βλοσυρή ακατάδεκτη ματιά. Κι άρχισε από κάτι χαρτοκούτια, να βγάνει κάτι σύνεργα περίεργα, κι έστησε με μαγικές μαεστρικές κινήσεις σε τρίποδες μεταλλικούς που γυαλοκόπαγαν, επτά μακριά καλάμια του ψαρέματος.
Είχαν επάνω μηχανάκια κι εξαρτήματα και κάτι κουδουνάκια στην κορφή, να ρίχνουν λέει ειδοποίηση όταν τσιμπάει παρακαλώ. Πώς λειτουργούσαν τώρα αυτά δεν το κατάλαβα. Ντριν- ντριν -ντριν. Ποιος είναι; Εγώ το ψάρι, πιάστεμε σας παρακαλώ να μην με φάει η ζαργάνα που με κυνηγάει. Λες;
Κι έπειτα με κάτι πολύπλοκα, πολύχρωμα δολώματα, που είχαν σχήματα διάφορα, σαν μύγες πεταλούδες και σκουλήκια, δόλωσε κι αμόλησε βαθιά στην ήρεμη τη θάλασσα, με τέχνη αρκετή ομολογώ. Άνοιξε την σπαστή την πολυθρόνα, πήρε την φραπεδιά απ' το τζιπάκι, άπλωσε την ομπρέλα τη μεγάλη που είχε και θήκη για το κινητό κι άρχισε να διαβάζει την εφημερίδα ΚΕΡΔΟΣ, προσμένοντας τα πρώτα τα τσιμπήματα.
Ήρθε σε λίγο ο πιτσιρικάς ο Στέλιος, αγουροξυπνημένος με λιμένα τα μακριά μαλλιά, έριξε μια ματιά με θαυμασμό στο εργοστάσιο που είχε στήσει ο χοντρός με τα καλάμια και τα σύνεργα και κάθισε συνεσταλμένα παραπέρα. Ξεδίπλωσε ένα μικρό καλάμι του ψαρέματος, έσπασε με δυο πέτρες ένα όστρακο, και δόλωσε μ' αυτό με μαεστρία, δυο μισοσκουριασμένα αγκίστρια μικρά. Εκεί μπροστά του τα αμόλησε στη θάλασσα και άρχισε σε λίγο να τραβάει, σπαράκια, κοκωβιούς γοπίτσες, κι ένα καλοπιανούμενο μεγάλο σαργουδάκι. Σε καμιά ώρα που τελείωσε το δόλωμα, είχε μια τηγανιά καλή στο κουβαδάκι του. Έριξε πονηρή ματιά στον καλαμάτο, και έφυγε σφυρίζοντας και σιγοτραγουδόντας.
Άλλαζε τα δολώματα συνέχεια ο χοντρός, πάει κι εφημερίδα, χύθηκε κι ο φραπές μισοπιωμένος, έριξε και κλοτσιά στο κινητό να σταματήσει να μην κουδουνίζει. Όμως τα ψάρια επιδεικτικά τον αγνοούσανε, μια δυο φορές χτυπήσαν κουδουνάκια. Μάζεψε τ΄ ακριβά του σύνεργα, τα φόρτωσε στο ακριβό τζιπάκι, και αναχώρησε προς άγνωστο κατεύθυνση. Όσο τον είδατε εσείς, τόσο κι εγώ τον ξαναείδα εκεί στα πέριξ.
Είναι απόλαυση η ρουφιάνα η θάλασσα κάθε ώρα της ημέρας μα ιδίως το βράδυ. Να κάθεσαι έξω απ' το τροχόσπιτο αμίλητος, ν' απολαμβάνεις το κρασάκι σου, και να χαζεύεις με τα ψάρια που πηδάνε, και κοροϊδεύουνε με το χουνέρι που 'παθε το πρωί ο χοντρός ο καλαμάτος.
Αλήθεια τα ψάρια έχουνε φωνή; Πάντως σ΄εμένα φάνηκε ότι γέλαγαν!
http://kastrinos.pblogs.gr/
Κι άραξε ο ευτραφής ο κύριος πιο πέρα, το ευτραφή του τέσσερα επί τέσσερα ρίχνοντας μια βλοσυρή ακατάδεκτη ματιά. Κι άρχισε από κάτι χαρτοκούτια, να βγάνει κάτι σύνεργα περίεργα, κι έστησε με μαγικές μαεστρικές κινήσεις σε τρίποδες μεταλλικούς που γυαλοκόπαγαν, επτά μακριά καλάμια του ψαρέματος.
Είχαν επάνω μηχανάκια κι εξαρτήματα και κάτι κουδουνάκια στην κορφή, να ρίχνουν λέει ειδοποίηση όταν τσιμπάει παρακαλώ. Πώς λειτουργούσαν τώρα αυτά δεν το κατάλαβα. Ντριν- ντριν -ντριν. Ποιος είναι; Εγώ το ψάρι, πιάστεμε σας παρακαλώ να μην με φάει η ζαργάνα που με κυνηγάει. Λες;
Κι έπειτα με κάτι πολύπλοκα, πολύχρωμα δολώματα, που είχαν σχήματα διάφορα, σαν μύγες πεταλούδες και σκουλήκια, δόλωσε κι αμόλησε βαθιά στην ήρεμη τη θάλασσα, με τέχνη αρκετή ομολογώ. Άνοιξε την σπαστή την πολυθρόνα, πήρε την φραπεδιά απ' το τζιπάκι, άπλωσε την ομπρέλα τη μεγάλη που είχε και θήκη για το κινητό κι άρχισε να διαβάζει την εφημερίδα ΚΕΡΔΟΣ, προσμένοντας τα πρώτα τα τσιμπήματα.
Ήρθε σε λίγο ο πιτσιρικάς ο Στέλιος, αγουροξυπνημένος με λιμένα τα μακριά μαλλιά, έριξε μια ματιά με θαυμασμό στο εργοστάσιο που είχε στήσει ο χοντρός με τα καλάμια και τα σύνεργα και κάθισε συνεσταλμένα παραπέρα. Ξεδίπλωσε ένα μικρό καλάμι του ψαρέματος, έσπασε με δυο πέτρες ένα όστρακο, και δόλωσε μ' αυτό με μαεστρία, δυο μισοσκουριασμένα αγκίστρια μικρά. Εκεί μπροστά του τα αμόλησε στη θάλασσα και άρχισε σε λίγο να τραβάει, σπαράκια, κοκωβιούς γοπίτσες, κι ένα καλοπιανούμενο μεγάλο σαργουδάκι. Σε καμιά ώρα που τελείωσε το δόλωμα, είχε μια τηγανιά καλή στο κουβαδάκι του. Έριξε πονηρή ματιά στον καλαμάτο, και έφυγε σφυρίζοντας και σιγοτραγουδόντας.
Άλλαζε τα δολώματα συνέχεια ο χοντρός, πάει κι εφημερίδα, χύθηκε κι ο φραπές μισοπιωμένος, έριξε και κλοτσιά στο κινητό να σταματήσει να μην κουδουνίζει. Όμως τα ψάρια επιδεικτικά τον αγνοούσανε, μια δυο φορές χτυπήσαν κουδουνάκια. Μάζεψε τ΄ ακριβά του σύνεργα, τα φόρτωσε στο ακριβό τζιπάκι, και αναχώρησε προς άγνωστο κατεύθυνση. Όσο τον είδατε εσείς, τόσο κι εγώ τον ξαναείδα εκεί στα πέριξ.
Είναι απόλαυση η ρουφιάνα η θάλασσα κάθε ώρα της ημέρας μα ιδίως το βράδυ. Να κάθεσαι έξω απ' το τροχόσπιτο αμίλητος, ν' απολαμβάνεις το κρασάκι σου, και να χαζεύεις με τα ψάρια που πηδάνε, και κοροϊδεύουνε με το χουνέρι που 'παθε το πρωί ο χοντρός ο καλαμάτος.
Αλήθεια τα ψάρια έχουνε φωνή; Πάντως σ΄εμένα φάνηκε ότι γέλαγαν!
http://kastrinos.pblogs.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες