Δυο γιασεμάκια στη γειτονιά κερνάνε όλον τον κόσμο το άρωμά τους και μια κυρά, κόρη κυρά, όπως κάθε βράδυ, σκιά μες στις σκιές, βγάζει φαγητό για τα αδέσποτα γατάκια.
Κι ύστερα νυχτώνει για τα καλά.
Στο πάτημά της τ’ αλαφρύ υποκλίνονται οι εσφιγμένοι άγγελοι της γειτονιάς στις βάρδιες τους σπαρμένοι - έρχεται αυτή η κυρά από αιώνες μακρυά.
Στη δωρική της τρυφερότητα, το κυπαρισσάκι και η φραγκοσυκιά και η ηλιολουσμένη πέτρα.
Μικρός πλάγιος ήχος η μεγάλη ηχώ των ονείρων.
Τέτοιες μέρες, ο πατέρας μου -επιτρέψτε μου- μου έλεγε: με λίγο ψωμί κι ακόμα λιγότερο προσφάι, αν χρειασθεί, μπορείς να αντέξεις αυτόν τον κόσμο, Στάθη.
Καλή Ανάσταση, κυρίες και κύριοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, με κατάνυξη οι πιστοί, με γαλήνη οι απαρηγόρητοι και με την οργή την ερχόμενη οι καταφρονεμένοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες