Ο Στέλιος ο Μποδοσάκης έτσι ήταν το παρατσούκλι του, ήταν μεγαλοσυνταξιούχος του ΟΣΕ. Ήταν δεν ήταν εξηντάρης. Ο υιός δούλευε με πολύ καλό μισθό σε ΔΕΚΟ και ο γαμπρός είχε κατασκευαστικές επιχειρήσεις οικοδομών. Αυτός! Δουλειές του ποδαριού για να μη κάθεται όλη μέρα. Και η «μονέδα» έτρεχε απ’ τις τσέπες του που λένε.
Εκεί που έδινε ρέστα ήταν στο γειτονικό καφενείο όπου του είχαν κολλήσει και το παρατσούκλι. Έμπαινε με ύφος «Πάπα της Ρώμης», καθόταν στο τραπέζι και τάραζε το φουκαρά το καφετζή στα θελήματα. Μέχρι τσιγάρα τον έστελνε να του πάρει. Φυσικά ο καφετζής είχε προμηθευτεί χοντρικά την μάρκα του και τον δούλευε ότι έστελνε το παιδί να τα πάρει. Ένιωθε άρχοντας λοιπόν ο Στελάρας στο καφενείο κι όταν πλακώνανε τα ούζα ένιωθε πλέον Αλ Καπόνε της μαγκιάς !.
- Γεια σου Στελάρα αρχηγέ, μάγκα και ντερμπεντέρη.
- Εβίβα παιδιά. Να θάψουμε το χάρο.
- Να ζήσεις άρχοντα !
- Πάντα τέτοια ν’ ακούω αλάνια !
Έτσι λαμπρά λοιπόν περνούσε ο καιρός, και ο Στελάρας λογάριαζε να ζήσει άλλα τόσα χρόνια, το ασφαλιστικό ταμείο να ’ναι καλά.. και βέβαια το κόμμα του στην εξουσία. Στο σπίτι πάλι η «Κερά» όπως την έλεγε ήταν η αρχόντισσα της γειτονιάς. Βρήκε Αλβανίδα να της κάνει τις χοντρές δουλειές, έκοψε τα πολλά τα πάρε- δώσε με τις παλιές γειτόνισσες κι άνοιξε παρτίδες σ’ άλλες «λεωφόρους». Μάταια ο Στέλιος προσπαθούσε να την συνεφέρει . Τίποτε αυτή . Της είχε μπει και η ιδέα ότι θα κερδίσει το λόττο και ξόδευε τα μαλλιοκέφαλά της.
Πως το ’χε πει όμως εκείνος ο Αρχαίος ο σοφός; Μηδένα προ του τέλους μακάριζε; Ήρθαν λοιπόν χρόνοι δίσεχτοι και χρόνοι μνημονίων. Πετσοκόψανε την σύνταξη στο μισό και του’ρθε ο ουρανός σφοντύλι του Στελάρα. Άρχισε να τον ζώνουνε τα φίδια και να μαζεύεται, αλλά το ρεμπεταρχοντολίκι λιγάκι δύσκολο απ’ τη μια στην άλλη να το κόψεις. Κι επάνω εκεί που πήγαινε να συνηθίσει την νέα τάξη των πραγμάτων στην εφεδρεία λέει ο γιος του και άρχισε να γυρεύει χαρτζιλίκι κάθε λίγο και λιγάκι.
Το μεγάλο στραπάτσο όμως το έπαθε ο γαμπρός του που είχε ανοιχθεί με πολυκατοικίες. Η αγορά πάγωσε , οι υποχρεώσεις τρέχανε και τον έχωσε εγγυητή για ένα δάνειο που το πήρανε με χίλια δύο γλειψίματα και παρακάλια. Δεν μπορεί σκέφτονταν και ξανασκέφτονταν «κανείς δεν ζημιώθηκε αγοράζοντας κεραμίδι ». Όμως αυτό ίσχυε προ μνημονίων . Τώρα δεν αγόραζε κανείς ούτε καφόμπρικο. Και οι τόκοι τρέχανε και η τράπεζα ήθελε τα λεφτά της.
Πάνω εκεί την «κοπανάει» κι ο γαμπρός για Καναδά μεριά που είχε συγγένειο, και μένει ο «Αρχοντας» με το δάνειο και με την κόρη αμανάτι. Εκεί έπαθε και το πρώτο έμφραγμα. Οι γιατροί συστήσανε ηρεμία και να μη στεναχωριέται με τίποτε. Άντε όμως να επιζήσεις με μια σύνταξη που κόβεται συνέχεια και με το δάνειο να τρέχει και να μεγαλώνει. Έβγαλε να πουλήσει κάτι φιλέτα καπνοχώραφα που είχε στο χωριό αλλά δεν τ’ αγοράζανε ούτε για χέρσα.
Δεύτερο έμφραγμα και πάνε οι Αλβανίδες υπηρέτριες , πάνε τα λόττο πάνε και τα καφενεία. Πάνε και οι κολλητοί που τρωγόπιναν και υπομειδιούσαν τώρα χαιρέκακα για το «χουνέρι» του Στελάρα του Μποδοσάκη του κορόϊδου. Τι υπομειδιούσαν δηλαδή , που γελούσαν και τα μουστάκια τους με το πάθημα του φαντασμένου, που παραξέφυγε μόλις είδαν τα χέρια του πέντε παράδες.
Της «κενωνίας δράματα» που λένε και στο καφενείο σαν έρχεται η συζήτηση σ΄αυτόν, σε μια Ελλάδα που στενάζει απ’ άκρη σ΄άκρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες