Γράφει ο Παντολέων Φλωρόπουλος
Στην «Αναγγελία» της 8ης Ιανουαρίου 2004 (φ. 52), είχαμε δημοσιεύσει ένα θρύλο που ανακαλύψαμε και καταγράψαμε στην Λεπενού. Αναδημοσιεύσαμε το θέμα αυτό στο 16ο τεύχος του «ΑγοράΖην» (Ιούλιος 2006) επειδή τότε το είχαν χάσει πολλοί, που άκουσαν όμως γι’ αυτό, έρχονται ακόμα σήμερα στο γραφείο της εφημερίδας και ζητούν αντίτυπα της έκδοσης εκείνης. Ανάμεσά τους είναι και πολλοί αναγνώστες μας που τότε δεν το είχαν προσέξει και δεν κράτησαν στο αρχείο τους την εφημερίδα. Η έκδοση όμως έχει εξαντληθεί στο αρχείο μας. Και μετά ήρθε ένα εκτενές άρθρο του περιοδικού «Ανεξήγητο» (τεύχος 209, Μάρτιος 2006) που αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον για τον «Δαίμονα της Λαγκάδας». Το άρθρο του περιοδικού στηρίχτηκε αποκλειστικά στην δική μας καταγραφή, στην οποία αναφερθήκαμε για πρώτη φορά τον Σεπτέμβριο του 2003. Ολοκληρωμένο το θέμα αναρτάται για πρώτη φορά στο Διαδίκτυο στις 24 Σεπτεμβρίου 2012.
Παρουσιάστηκε καθαρά πριν οχτώ – εννιά χρόνια, δώδεκα ώρα τη νύχτα, στον Δημήτρη Κακαβούλα. Με το μηχανάκι του ερχόταν από τη Λεπενού προς το σπίτι του στη Λαγκάδα. Το είδε στη μέση του δρόμου. Σε απόσταση τριάντα, σαράντα μέτρα. Τόσο κοντά. Είχε ύψος στο ένα μέτρο, μεγάλα μαύρα γένια και μακριά μαύρα μαλλιά. Έπεσε πάνω του το φως από το μηχανάκι. Φρενάρισε. Σταμάτησε το παιδί. Κι από το φόβο του έσβησε το μηχανάκι. Γύρισε και πήγε στο χωριό. Δεν πήγε στο σπίτι του εκείνη τη νύχτα. Και οι παλιότεροι έλεγαν για το πλάσμα. Υπάρχουν πολλές τέτοιες αφηγήσεις. Αλλά ο τριανταεξάχρονος σήμερα κτηνοτρόφος Αντώνης Βαμβακάς στηρίζεται στις μαρτυρίες των πέντε φίλων του, που συζήτησε ο ίδιος μαζί τους. Προτιμάει να μιλάει για «σίγουρα πράματα», λέει ο Αντώνης. «Εμείς ξέραμε από πριν ότι βγαίνει, αλλά δεν ήταν τεκμηριωμένο. Δεν ήταν σίγουρο. Στο παιδί, βγήκε ακριβώς μπροστά του».
Η πρώτη μαρτυρία καταγράφεται δεκαπέντε χρόνια πριν. Πάντα βγαίνει μετά τις δώδεκα τη νύχτα. Όλες οι μαρτυρίες λένε αυτό. Όπως επίσης λένε, ότι βγαίνει ανήμερα μεγάλων εορτών. Δεν βγήκε ποτέ τις καθημερινές. Βγαίνει πάντα στην ίδια μεριά. Σ’ αυτό το μέρος.
Πάλι το είδε ο Αθανασάκης, πριν από τον Δημήτρη Κακαβούλα. Κι αυτός κάτοικος της Λαγκάδας. Το είδε στο φως του αγροτικού του αυτοκινήτου. Πήγαινε να πάρει νερό και καθώς κατέβαινε το δρόμο, πήγε να στρίψει και το είδε στην αριστερή του μεριά. Με το που γύρισε τ’ αμάξι, το πλάσμα εξαφανίστηκε. Αυτός το είδε σα μαύρη σκιά. Δεν το είδε τόσο καθαρά, όσο ο Δημήτρης Κακαβούλας.
Άλλη μαρτυρία έρχεται από τον σαραντάχρονο σήμερα Αποστόλη Κοντό. Ήταν των Αγίων Θεοδώρων. Ένα χρόνο πριν από σήμερα. Το 2002. Ερχόταν από τη Λεπενού κατά τις δωδεκάμισι η ώρα τη νύχτα. Το είδε στα πενήντα μέτρα, μπροστά στα φανάρια του αυτοκινήτου. Από τη μέση κι απάνω άλογο, αλογίσιο κεφάλι, μακριά μαύρα μαλλιά, χαίτη αλόγου πίσω και, μπροστά, γένια μακριά. Με δύο πόδια. Σταμάτησε και κοίταγε το αυτοκίνητο, έκοψε ταχύτητα, πήγαινε σιγά. Όταν ζύγωσε, στα δεκαπέντε μέτρα, είδε τα μάτια του, λέει, να πετάνε φωτιά. Όπως τα μάτια της αλεπούς ή της γάτας τη νύχτα, όταν πέφτει πάνω τους το φως. Τότε αυτό γύρισε απότομα και καθώς γύρισε να φύγει, τα πόδια του κάτω στο χώμα πέταξαν μια φωτιά, βγήκε μια λάμψη. Μπήκε μέσα σ’ ένα στάβλο με γελάδια. Φορούσε ρούχα; «Όχι, δεν φοράει ρούχα, είναι τριχωτό». Κρατάει τίποτα στα χέρια; «Όχι. Τίποτα». Ο Τόλια Κοντός αρρώστησε.
Έπαθε σοκ. Είχε τρεις μέρες στο κρεβάτι. Αλλά και μετά, όταν συνήλθε κάπως, ήταν αγριεμένος για πολύν καιρό.
Ρωτάμε τον Αντώνη πώς ήταν τα πόδια του, αν ήταν τράγινα πόδια, όπως ακούσαμε να λένε άλλες πληροφορίες από άλλους Λεπενιώτες. Δεν το επιβεβαιώνει, ούτε το αποκλείει. «Δεν είδε τα πόδια του. Αυτός τώρα, από το φόβο του, θα κοίταγε τα πόδια του πώς ήταν κάτω;»
Κι άλλη μαρτυρία έρχεται από τον Σπύρο Φλούδα. Στο ίδιο μέρος, πάλι στο φως του αυτοκινήτου.
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΓΓΟΝΟΣ της περίφημης Χρύσως, που έφτιαχνε τέλεια τα σπασμένα πόδια και τα χέρια, με το ανακόλι (ασπράδι αβγού, με σαπούνι, που το άπλωνε σ’ ένα πανί ή σ’ ένα χαρτόνι και μετά το τύλιγε γύρω από το σπασμένο σημείο. Το ανακόλι γινόταν ένας δυνατός νάρθηκας). Η Χρύσω πίστευε, ότι η ρίζα από το πουρνάρι είναι το φάρμακο για την παλιαρρώστια, δηλαδή τον καρκίνο.
Δεν το έχει δει ο ίδιος, αλλά θεωρεί σημαδιακό, ότι πήρε ένα εικόνισμα και πήγε να το βάλει στο μέρος του δρόμου που εμφανίζεται. Για να το ξορκίσει. Σε καμιά δεκαριά μέρες, πέρασε μια μπουλντόζα και πήρε σβάρνα το εικόνισμα. «Κάτι γίνεται εδώ»λέει ο Αντώνης. «Αυτό να βγαίνει, το εικόνισμα να το χαλάσει, δηλαδή, είναι η μεριά του εκεί. Πήρα κι εγώ το εικόνισμα και το έβαλα στην αρχική του θέση». Τη μέρα της κουβέντας μας έφτιαχναν με το Θύμιο ένα νέο εικόνισμα, εκεί που ήταν από το1955, όπως γράφει μια η πλάκα του παλιού, που είχε χαλάσει. Πείραζε ο Αντώνης το Θύμιο, που έχτιζε χωρίς μαστοριά. «Θα σε φωνάξουν εκεί στα Ζαγοροχώρια…». Το βράδυ που το είδε ο Τόλια Κοντός, ο Αντώνης πήγε στον στάβλο του το πρωί και βρήκε τη σκύλα του αναστατωμένη. «Λες και το χτύπαγα όλη τη νύχτα το σκυλί, λασπωμένο, πολύ ταλαιπωρημένο. Δεν ήξερα ότι το προηγούμενο βράδυ είχε εμφανιστεί στον Κοντό. Λέω της γυναίκας μου, καλά τι έπαθε σήμερα εκείνη η σκύλα και είναι τόσο ταλαιπωρημένη. Το βλέπω κι εγώ, είπε. Μετά κατέβηκα στο χωριό κι έμαθα τα καθέκαστα». Πιστεύει, ότι έγινε σκηνικό τη νύχτα με το σκυλί. Εννοεί, ότι ήρθαν σε αντιπαράθεση το πλάσμα και το σκυλί. Πάλεψαν. Αλλιώς δε μπορούσε να είναι λασπωμένο το σκυλί.
Ο Αντώνης συμφωνεί με την παρατήρηση, ότι η ιστορία του πλάσματος αυτού δεν ομοιάζει με τις συνήθεις ιστορίες για φαντάσματα. Συνδέει όμως το πλάσμα με τον καλόγερο που έζησε μοναχικός στο μέρος αυτό πριν διακόσια χρόνια. Διευκρινίζει όμως ότι ο καλόγερος δεν βρέθηκε ποτέ πεθαμένος. Είπαν ότι πέθανε, αλλά δεν τον βρήκε κανείς. Συμφωνεί επίσης ότι το πλάσμα δεν είναι αερικό. Είναι κάτι ζωντανό, κάτι χειροπιαστό. Είναι γήινο. «Εγώ εδώ μεγάλωσα. Το ίδιο και η βάβω μου που ήταν εκατό χρονών γριά. Και μου έλεγε, πριν από τις μαρτυρίες αυτές, πολύ πριν, ότι, εάν πέθανε ο καλόγερος και δεν τον έθαψαν, εάν τον έφαγαν σκυλιά ή τον μάδησαν αλεπούδες ή τον δρασκέλισαν άλογα, δεν είναι καλό αυτό. Μπορεί να βρικολάκιασε. Κι εγώ λέω με το νου μου, ότι δεν ήταν ο δρόμος παλιά, εδώ ήταν το χωράφι του κι αυτό βγαίνει πάντα στο χωράφι του καλόγερου, ούτε παραπέρα, ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω. Εγώ ξέρω τα πράματα από πρώτο χέρι, δηλαδή από τον κόσμο που κατοικούσε εδώ».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ότι το πλάσμα μεταμορφώνεται. Τη μία φορά εμφανίστηκε καθαρά με ανθρώπινο και την άλλη φοράμε αλογίσιο πρόσωπο. «Μπορεί να εμφανιστεί σα να βλέπεις ένα γίδι πάνω κει» λέει ο Αντώνης. «Αλλά εγώ πιστεύω, ότι δεν είναι σαϊτανικό αυτό. Δεν πρέπει νά ‘ναι. Δεν το βλέπεις στημένο εκεί και μετά να χάνεται. Το βλέπεις να στέκεται και να σε κοιτά, μετά να περπατά πέρα. Αν ήταν σαϊτανικό θα έκανε ζημιά».
Ο παπάς που ρωτήθηκε είπε, ότι, «αν ήταν περίπτωση αγίου, δεν θα έπαιρνε μορφή αλόγου, δεν θα είχαμε κάτι που μεταμορφώνεται. Μόνο ο Δαίμονας μεταμορφώνεται. Ο σατανάς». Ο Αντώνης είναι ευχαριστημένος που δεν έχει κάνει κακό μέχρι σήμερα. «Βγαίνει τις γιορτές και μετά τις δώδεκα τη νύχτα, όλες οι περιπτώσεις έτσι λένε. Αλλά μπορεί να βγαίνει και τις καθημερινές ή την ημέρα. Ποιος το είδε όμως;». Τον ρωτήσαμε, αν κοίταξε κανένας για ίχνη. Κοίταξε ο Αντώνης ο ίδιος, αλλά δε μπόρεσε να βρει τίποτα. Βέβαια ο τόπος είναι κακοτράχαλος και στεγνός. Π ήγε κι έψαξε σε μαλακό και υγρό μέρος. Δεν βρήκε τίποτα.
Οι παλιοί που έλεγαν γι’ αυτό το πλάσμα, «δεν έδιναν σημασία τότε» παρατηρεί ο Αντώνης. Από την κουβέντα του αυτή συμπεραίνουμε αυτό που ήδη γνωρίζουμε για τους παλιούς, ότι ήξεραν, αλλά δε μαρτυρούσαν ή τα θεωρούσαν φυσικά πράγματα. Για μας τώρα είναι αλλιώς. Είναι έξω από τη λογική και τα αποδεκτά όρια της εποχής. «Παλιά, είχαμε πολλά τέτοια περιστατικά» συνεχίζει. «Ενώ τώρα, τα τελευταία χρόνια, δεν είναι κι ο κόσμος που ήταν κάποτε. Εδώ είναι λίγος ο κόσμος πλέον. Παλιά όμως έλεγαν πολλές ιστορίες για τούτα τα τόπια εδώ μέσα. Αποδείχτηκε, ότι αυτό, θέλει να το βλέπουν. Άμα δεν ήθελε, δεν θα εμφανιζόταν. Κλείνει το δρόμο. Μπορούσε να κρυφτεί ακούγοντας το θόρυβο του αυτοκινήτου ή βλέποντας τα φώτα. Δεν είναι τυχαίο ότι το είδανε πεντέξι φορές μέσα στο δρόμο».
Επιχειρούμε μια κουβέντα γύρω από αυτά τα θέματα, όπως έχουν καταγραφεί στη συνείδηση των παλιών. Ότι δηλαδή, το σαϊτανικό δεν πλησιάζει σε μηχανοκίνητο όχημα, αλλά μόνο σε ζωντανό πλάσμα. Ούτε πλησιάζει τη φωτιά. Οι παλιοί, που περπατούσαν τις νύχτες, κρατούσαν στην τσέπη τους πάντα τσιγάρο, ακόμα και αν δεν ήταν καπνιστές. Είχαν σπίρτα ή, ακόμα παλιότερα, τον πριόβολο. Το αναμμένο τσιγάρο διώχνει το σαϊτανικό κι ελευθερώνεται ο δρόμος. Το επιβεβαιώνουν όλοι αυτό. Έτσι είναι. Μόνο που τούτο εδώ το πράμα, δεν καταλαβαίνει από τέτοια. Στέκεται μπροστά στο αυτοκίνητο και αντικρίζει τα φώτα. Το μόνο συμπέρασμα που μένει, είναι ότι πρόκειται για ένα ζωντανό, για ένα φυσικό και όχι για ένα υπερφυσικό ον. Ο Αντώνης λέει ότι «όχι, δεν είναι σαϊτανικό, είναι ο καλόγερος». Δεν ξέρουμε αν εννοεί ότι ο καλόγερος πέρασε στην αθανασία, αφού δεν τον βρήκανε ποτέ πεθαμένο. Μάλλον θεωρεί ότι βρικολάκιασε, όπως έλεγε η βάβα του. Αν όμως ήταν βρικόλακας, θα συμπεριφερόταν αλλιώς και στο φως και στη μηχανή του αυτοκινήτου ή του μοτοσακού. Βάζουμε το ερώτημα«αν υπάρχει περίπτωση να πρόκειται για κάποια τερατογένεση, που κατάφερε να επιβιώσει». Οι μεταμορφώσεις βέβαια του όντος δεν συνηγορούν σε αυτό, γιατί η μεταμόρφωση προϋποθέτει μιαν εξωκοσμική γνώση, που συναντάει κανείς μόνο στους αρχαίους θεούς. Η μεταμόρφωση πάντως μπορεί να οφείλεται στην τρομάρα και τον πανικό, που σε καμιά περίπτωση δεν είναι καλοί σύμβουλοι, όσον αφορά την ακρίβεια της περιγραφής. Άλλωστε η διόγκωση των γεγονότων είναι συνήθης πρακτική των βοσκών και κυρίως των κυνηγών.
Η συμπεριφορά του πλάσματος θυμίζει τον αρχαίο ποιμενικό θεό Πάνα, αν και δεν επιβεβαιώσαμε τις μαρτυρίες για τα τράγινα πόδια, που πάντως υπάρχουν σε άλλες αναφορές, που ακούσαμε από τον Κώστα. Σήμερα δεν είναι στην παρέα μας ο Κώστας, όμως αυτός μας έδωσε την πρώτη πληροφορία. Από θεολογική άποψη, την οποία συνεισφέρει ο καθηγητής θεολογίας της παρέας μας, ο Βασίλης Μυλωνάς, «Ο δαίμονας δεν ενδιαφέρεται πάντα να κάνει κακό, αλλά θέλει να προκαλεί τρόμο και πανικό στους ανθρώπους. Αυτό μπορεί να κάνει και το πλάσμα αυτό με τις εμφανίσεις του». Τον πανικό όμως ήθελε να προκαλεί και ο τραγοπόδαρος θεός Παν, η μορφή του οποίου έδωσε αργότερα την εικόνα του Σατανά στους Χριστιανούς. Άλλωστε, ακριβώς από το όνομα του Πάνα βγήκε η λέξη πανικός.
Αλλά θέλουμε ν’ ακούσουμε τη γνώμη του συνομιλητή μας για την εκδοχή της τερατογένεσης. «Μπορεί», λέει ο Αντώνης. «Όλες οι περιπτώσεις κάλιασαν καλοκαίρι. Δεν κάλιασαν (έτυχαν, δηλαδή) χειμώνα». Αυτό το δικαιολογεί ο Αντώνης με το νερό των πηγών. Το χειμώνα έχει νερό ψηλά, ενώ το καλοκαίρι οι πηγές στερεύουν. Όπως και τ’ άγρια άλογα του Πεταλά, που κατεβαίνουν από τα υψώματα σε αναζήτηση νερού. Αυτό το μέρος εδώ είναι το μόνο που έχει πηγή με νερό, σε μεγάλη ακτίνα γύρω. «Έρχεται το βράδυ, πίνει νερό και από σύμπτωση έπεσε πάνω σε ανθρώπους που περνούσαν».
Μπορεί να είναι κανένα αγρίμι; Έχει νοημοσύνη; «Τι να σου πω; Αυτό στέκεται εκεί πέρα και σε κοιτάει. Δεν είναι αγρίμι. Τ’ αγρίμια φεύγουν. Αυτό θέλει να το δεις. Μπορεί να θέλει κάτι άλλο. Δεν ξέρω τι. Φεύγει, όταν το ζυγώσεις στα δέκα μέτρα.
Αν το πλάσμα μένει στις απρόσιτες σπηλιές που βρίσκονται σε κοντινή απόσταση, ακριβώς απέναντι, στις πλαγιές του Πεταλά, τότε εξηγείται. Ο Αντώνης διηγείται μάλιστα, ότι μια φορά, στη Βελαώρα, ήταν καλοκαίρι, Ιούνιος, Ιούλιος, ερχόταν με τα γίδια, «είχε μια ζέστα και μπήκα μέσα σε μια τρύπα, σε μια σπηλιά, για δροσιά. Μεγάλο άνοιγμα. Καμιά τριανταριά μέτρα μέσα. Σκοτάδι στο βάθος. Ακούω έναν θόρυβο μέσα. Πώς να σου πω τώρα, σα να πήρε κάποιος μια πέτρα μεγάλη και να τη χτύπησε κάτω. Ένα πράμα, μέσα, βαθιά. Σάλεψε το μυαλό μου. Εκείνο τι ήτανε πάλι; Στη δική μου γνώση, δεν ήταν πράμα εκείνο». Εννοεί ότι δεν ήταν ζώο. «Είχες την αίσθηση μιας ζωντανής παρουσίας;». «Κάτι ήταν μέσα εκεί. Ζώο δεν ήταν πάντως. Δεν ήταν γίδα που μπήκε μέσα εκεί. Ο θόρυβος αυτός ήταν από κάτι άλλο. Τι ήτανε, δεν ξέρω». Ο Αντώνης ξέρει τι λέει γι’ αυτά. Γνωρίζει τους ήχους της λαγκαδιάς και του αέρα, όπως ο μουσικός γνωρίζει τις νότες του.
Οι παλιοί δεν το θεωρούσαν άξιο είδησης, το είχαν σαν ένα οικείο θέμα, δικό τους θέμα. Ήταν ένα με τη φύση και τα καπρίτσια της, ήταν ένα με το φυσικό και το υπερφυσικό. Δεν ήταν σαν εμάς που είμαστε διαχωρισμένοι απ’ αυτήν, κόψαμε τον ομφάλιο λώρο που μας συνέδεε με τη γη και τ’ ακούμε αυτά σαν υπερφυσικά πράματα. Η ιστορία που μας λέει ο Αντώνης, μιλάει για ένα φίδι«τόσο χοντρό, είκοσι πόντους διάμετρο, δύο μέτρα μάκρος, που για τριάντα ολόκληρα χρόνια κοιμόταν στα μαδέρια του σπιτιού του παππούλη του. Το έβλεπε η μάνα μου, κοπέλα, μέχρι που παντρεύτηκε. Δεν είχαν κεραμίδια τότε στη στέγη, πλάκες (πέτρινες) είχαν. Αυτό πέρναγε πέρα – πέρα, μα δεν το πείραζαν. Το είχανε σαν φύλακα του σπιτιού. Σα δροσιά. Απαγορεύεται να τα πειράζεις αυτά. Είναι ιερά πράματα. Και το φίδι αυτό, χάθηκε, όταν πέθανε ο παππούλης μου. Γι’ αυτό δεν τα πείραζαν οι παλιοί. Πολλές φορές, έλεγε η μάνα μου, το έβλεπες να κρέμεται στον τοίχο κάτω. Ούτε πείραζε ποτέ κανέναν, το είχαν όπως έχεις σήμερα στο σπίτι ένα σκυλί. Πήγαινε, πού πήγαινε, τι έτρωγε και γύριζε. Ήξεραν όλοι ότι αυτή εκεί ήταν η μεριά του. Αλλά δεν το μαρτύραγαν στον υπόλοιπο τον κόσμο. Το ήξεραν μόνο οι οικιακοί». Αυτά λέει ο Αντώνης και στοιχειοθετεί έτσι την στάση του, ότι απέναντι στα παράξενα στέκεται σεβαστικά. «Και να ιδώ και κάτι, δεν το πειράζω». Βρίσκουμε την ευκαιρία να τον ρωτήσουμε, αν θα πείραζε το πλάσμα ή ό,τι άλλο είναι τελοσπάντων αυτό το πράμα. Η απάντησή του ήταν εκπληκτική: «Δεν το θεωρώ ένα κακό πράμα. Από τη στιγμή που δε μου έχει κάνει τίποτα, τόσα χρόνια, δεν έχω δικαίωμα να κάμω κι εγώ τίποτα. Ετούτο έχει μεγαλύτερη δύναμη από μένανε. Αν ήταν να μου κάνει, θα μου έκανε. Εγώ θα πάω να του κάμω κακό; Όχι». «Θα το πυροβολούσες, αν σου δινόταν η ευκαιρία;». Είναι κατηγορηματικός: «Όχι. Ας το έβλεπα μπροστά μου και ας είχα έτοιμη την καραμπίνα. Δεν μ’ έχει βλάψει». Ο Βασίλης παρατηρεί ότι «εσένα δεν πρόκειται να σε βλάψει, ούτε να εμφανιστεί». «Μπορεί να εμφανιστεί» αντιτείνει ο Αντώνης, «αλλά όχι με κακή πρόθεση. Πιστεύω. Ένα πράμα που βγαίνει μέσα στο μαντρί σου, γύρω απ’ το σπίτι σου και δεν έχεις πάθει κακό και δεν σου έχει κάμει τίποτα, δε μπορείς να γίνεις κατώτερος εσύ απ’ αυτό. Γιατί αυτό μπορεί να είναι καλύτερο από σένανε. Έτσι δεν είναι; Δεν ξέρεις με τι έννοια βγαίνει. Μπορεί να βγαίνει με καλή έννοια. Δεν το ξέρω. Εγώ δεν θα πάω κόντρα στο σύστημα».
Αυτή η τελευταία κουβέντα του Αντώνη είναι εκπληκτική. Εννοεί το σύστημα των δικών του αξιών και της οικογενειακής του παράδοσης. Κλείνει μέσα της ολόκληρη την φιλοσοφική θεωρία των ποιμένων και του παγανισμού. Εκτείνεται στο χρόνο και στον τόπο, στο παρελθόν και το μέλλον. Όλα είναι αδιάσπαστα. Και αυτά που καταλαβαίνουμε και αυτά που δεν καταλαβαίνουμε.
Αλλά κι αν είναι ο καλόγερος που βρικολάκιασε, θα έπρεπε να συμπεριφέρεται αλλιώς, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι αμέτρητες ιστορίες περί βρικολάκων της ποιμενικής παράδοσης, που δεν έχουν καμία σχέση με τα ηλίθια ζόμπι και τους άνευ μεταφυσικής αξίας τεχνητούς δαίμονες του Χόλιγουντ. Ο βρικόλακας είναι ένα κούφιο ασκί, που πήδαγε μέσα στα σπίτια από το τζάκι. Έβαζαν καζάνι με βραστό νερό και τον εξουδετέρωναν. Για τα πάγανα, τους καλικάτζαρους, κρατούσαν τη φωτιά αναμμένη. Στον Ελληνικό παγανισμό ο Δαίμονας είναι ανίκανος να προξενήσει κακό. Είναι ένα παιχνιδιάρικο και αγαθό πνεύμα.
Τι σημαίνει «Δαίμων», τι σημαίνει «Δαίμονας»; Το μυαλό πια όλων πάει στον τρισκατάρατο. Πάει στον Διάολο! Πάει στον «Σατανά». Κοιτάξτε τώρα σε τι ευτέλεια, σε τι παρακμή έχουμε φτάσει:
«Δαίμων» είναι ο «Δαήμων», που σημαίνει έμπειρος, δηλαδή σοφός.
Στη δίμηνη εφημερίδα «Η γλώσσα μας» του ομίλου Πειραιώς για την διάδοση της Ελληνικής γλώσσας, δημοσιεύεται ένα απόσπασμα του βιβλίου «Εκάτη, Διόνυσος, Ερμής» της Ρενέ Τζανάκου. Γράφει η κυρία Τζανάκου:
«Ο Σωκράτης πιστεύει ότι τους Δαήμονες τους χαρακτηρίζει η σύνεσις και η σοφία. Πιστεύει λοιπόν ότι κάθε άνθρωπος, ο οποίος είναι αγαθός και ενάρετος, γεμάτος θεία ενέργεια είτε ζει, είτε πεθάνει, σωστά τον αποκαλούν Δαίμονα.
Στον Όμηρο σημαίνει την θεία υπόσταση, το θείο ον. Όταν είναι δύσκολο να ονομάσουν κάποια ορισμένη, εξαιρετική, θεία και ενάρετη προσωπικότητα, όμως κρίνοντας τα φαινόμενα και τα γεγονότα, μπορούν να συμπεράνουν την υπάρχουσα υπεράνθρωπη δύναμη, τότε, μπορεί να την αποκαλέσουν με το όνομα Δαίμων.
Δαίμονες υπήρξαν οι ανθρώπινες ψυχές της χρυσής γενιάς οι οποίες, όντας αγαθές κι ενάρετες, γυρίζουν ανάμεσα στον ουρανό και στην γη ως φύλακες των θνητών. Λέγεται ότι φτερουγίζουν ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους (Ησιοδ. έργα122).
Ο Ανθρωποδαίμων είναι ο αποθεωθείς άνθρωπος. Ο σκοτωμένος Ρήσος μεταμορφώνεται σε ανθρωποδαίμονα και προφητεύει (Ευριπ. Ρήσος 971).
«Όταν η ψυχή ξεκινήσει το μεγάλο της ταξίδι, δεν παίρνει τίποτ’ άλλο μαζί της, εκτός από την παιδεία και την ανατροφή. Έχουν δε την εντύπωση ότι, όταν ο άνθρωπος ζούσε, ο δαίμων ο οποίος του είχε παραχωρηθεί, οδηγεί την ψυχή του στον Άδη (Πλατ. Φαίδων 107D).
Ο Παυσανίας αναφέρει ένα οίκημα του Αγαθού Δαίμονος και της αγαθής Τύχης, στο μαντείο του Τροφωνίου. Είναι φανερό ότι το πνεύμα το οποίο έπρεπε να επικαλεσθούν οι άνθρωποι ήταν ο αγαθός δαίμων, ώστε αυτό να ευνοήσει την ευφορία της γης.
Την ελληνιστική εποχή προσέφεραν τιμές στον Αγαθοδαίμονα με την εικόνα ενός φιδιού. Οι θεοί οι οποίοι συγκεντρώθηκαν στα Ολύμπια δώματα, στην Ιλιάδα αποκαλούνται δαίμονες. Δαίμων μπορεί να θεωρείται ένα ον, μια υπόσταση ενός ζώου ή ενός δέντρου. Είναι δυνατόν να τον σκεφθούμε θηριόμορφο ή δεντρόμορφο».
Αυτά γράφει η κυρία Τζανάκου.
Με την επιστροφή στην πρωτογένεια των λέξεων, των Ελληνικών λέξεων, έχει ήδη συμφωνήσει ο Μάρξ: «Η Ελληνική γλώσσα» γράφει «αναδείχθηκε ως κανόνας, ως πρότυπο, για όλες τις εποχές και όλες τις γλώσσες». Σημειώστε αυτό το: «για όλες τις εποχές». Και ο Ένγκελς γράφει: «Τα όλα χαρίσματα και δη τα γλωσσικά των Ελλήνων τους εξασφάλισαν μια τέτοια θέση στην ιστορία της ανθρωπότητας, που κανείς άλλος λαός να μη μπορεί να την διεκδικήσει». Και ο κορυφαίος ρήτορας της Ρώμης, ο Κικέρων, έλεγε: «Η γλώσσα των Ελλήνων είναι η γλώσσα των θεών».
Φαίνεται όμως ότι οι Νεοέλληνες ή ξέχασαν να είναι θεοί ή δεν θέλουν να είναι θεοί.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΟΥΤΕ ΒΡΙΚΟΛΑΚΑΣ το ον της Λαγκάδας. Σύμφωνα πάντα με τις αφηγήσεις, το πλάσμα αυτό ήταν γνωστό στη βάβα του Αντώνη, εκατό χρονών γριά και πέρασαν ήδη δεκαπέντε χρόνια από την αποδημία της. Η ηλικία του επομένως είναι σεβαστή και δεν δικαιολογεί το νεανικό σφρίγος της κίνησής του. Αλλά πώς ένα ηλικιωμένο πλάσμα διατηρεί το σφρίγος του; Μήπως ο γέρος καλόγερος, που δεν βρέθηκε ποτέ πεθαμένος στον τόπο, απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ, βρήκε τ’ αθάνατο νερό, ήπιε και πέρασε στην αθανασία; Μήπως οι αρχαίοι θεοί δεν πέθαναν και ζουν ακόμα στις λαγκαδιές ή στις σπηλιές;
Αν τα μάτια του πετάνε φωτιές, θα έπρεπε να είναι μάτια γάτας ή αλεπούς, όχι όμως αλόγου. Έχει αλογίσια μορφή, έχει πολύ μακριά μαύρη χαίτη και πολύ μακριά μαύρα γένια. Τα άλογα έχουν χαίτη, αλλά δεν έχουν γένια. Και όταν έκαμε στροφή να φύγει, έγινε μία λάμψη κάτω στο έδαφος, άρα είναι ένα ον με ανώτερες ψυχικές δυνάμεις, σαν εκείνες των αρχαίων θεών. Ίσως να είναι ένα σοφό ον. Λέμε στον Αντώνη για τους δαίμονες των αρχαίων, ότι συμπεριφέρονται ακριβώς όπως ετούτο το πράμα. Μήπως ό,τι βλέπουν αυτοί οι κτηνοτρόφοι, που κανένας τους δεν ήταν μεθυσμένος και είναι σοβαροί άνθρωποι και δεν τους αρέσει να λένε ψέματα, είδαν ό,τι έβλεπαν οι αρχαίοι συνάδελφοί τους; Το τοπίο είναι πρωτόγονο και οι κτηνοτρόφοι εδώ κουβαλούν την ακατέργαστη εκείνη και πρωτογονική ποιμενική αθωότητα. Μήπως πρόκειται λοιπόν για τα ίδια πλάσματα; Ο χρόνος εδώ κυλάει επίσης αλλιώς, δεν ακολουθεί το ημερολόγιο, υπάρχει μια διάχυτη και αδιάσπαστη ενότητα του παρόντος και του παρελθόντος. Αντιρώτησε ο Αντώνης, αν τα πνεύματα εκείνα των αρχαίων ήταν κακά πνεύματα. Και δέχτηκε με εξόφθαλμη ανακούφιση την απάντηση, ότι«όχι, ήταν αγαθά πνεύματα». Μας μίλησε τότε για την Τύχη των κοπαδιών. «Τα κοπάδια» είπε «έχουν την Τύχη τους. Όπως το σπίτι είχε το φίδι του, που ήταν προστάτης του σπιτιού, το φιλικό στοιχειό. Έτσι και τα κοπάδια είχαν την Τύχη τους». Μας μίλησε για κάποιον κτηνοτρόφο που είδε στο μαντρί του, μέρα μεσημέρι, την Τύχη του κοπαδιού του με τη μορφή νέας γυναίκας. Έτσι αυθόρμητα και πηγαία, σε συνέχεια της ποιμενικής παράδοσης, που έρχεται κατ’ ευθείαν από την εποχή πριν από την Ολυμπιακή θρησκεία, έρχεται κι άλλη ιστορία:
«Είδε ο παππούλης μου το βράδυ στον ύπνο του την Τύχη των αλόγων. Και του λέει στον ύπνο του: Θα πάρεις ένα ζευγάρι τσαρούχια, και κάτι άλλο, δεν θυμάμαι τώρα (τα έλεγε ο πατέρας μου), και θα πας να τ’ αφήσεις στην τάδε μεριά, να τα πάρει η Τύχη των αλόγων. Δεν τα πήγε αυτός. Από αμέλεια δεν τα πήγε, δεν τό ‘πιασε, λοιπόν, είχε σαράντα φοράδες και ξεπατώθηκαν όλες. Άλλη γκρεμίστηκε, άλλη ψόφησε, άλλη έπεσε στο στεφάνι, πάνε κι οι σαράντα φοράδες. Πάει η λακνιά απ’ τ’ άλογα. Ξεπατώθηκαν. Επειδή δεν πήγε στην Τύχη των αλόγων αυτό που ζήτησε. Όλα τα πράματα (σ.σ. τα ζώα) έχουν Τύχη. Και τα γίδια και τα πρόβατα έχουν. Δεν τα φυλάμε εμείς (σ.σ. οι βοσκοί) μοναχά. Τα φυλάει και κάποιος άλλος. Κι εγώ έχω πάρει τέτοια γραμμή και τα πιστεύω όλα αυτά. Δεν μου τα είπε κόσμος, να μην τους ξέρω ποτέ. Άμα σου τα λέει ο πατέρας σου ή ο παππούλης σου ή η βάβα σου, είναι αλήθεια. Αλλά τώρα έχουν χαθεί αυτά, γιατί οι νέοι δεν είναι στη Φύση. Αλλά τι γίνεται! Οι παλιοί έλεγαν, άμα ιδείς την Τύχη απ’ τ’ άλογα, απ’ τα πράματα, να μην την πεις σε κανένανε. Μπορεί να βγει η Τύχη απ’ τα πράματα. Και δεν έλεγαν, ότι δηλαδή είδα την Τύχη απόψε απ’ τα γίδια μου, είδα ένα σημάδι, δε μαρτύραγαν. Το μαρτύρησε, επειδή ξεπατώθηκαν τ’ άλογα». Λέμε στον Αντώνη: «Ίσως, επειδή οι παλιοί ήξεραν, Αντώνη, ότι, αν κάποιος ομολογεί κάτι, χάνει τη δύναμή του, ο λόγος αφαιρεί δύναμη από το έργο». Απαντάει με θέρμη: «Α, μπράβο! Χάνει τη δύναμή του! Δεν είναι καλαμπούρια αυτά. Δεν είναι τυχαία. Χειροπιαστά πράματα. Είναι πράματα που σε βάζουν να πεις τώρα… Εγώ έχω τόσα χρόνια εδώ. Από παιδί. Το είδαν πεντέξι άτομα. Αφού εγώ δεν έπαθα τίποτα… Μπορώ να πάθω αύριο το πρωί. Άλλο θέμα. Αλλά εμένα δε μου έχει κάνει κακό. Εγώ το θεωρώ για καλό, για μένα. Στον Αντώνη. Μπορεί να είναι κι ένα πράμα της θρησκείας».
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ, ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΠΑΝΙΚΟ, να είναι τράγος και να φαίνεται άλογο και τ’ αυτιά του να μην είναι αυτιά αλόγου, αλλά να είναι κοντά κέρατα, όπως του Πάνα. Άλλωστε η πρώτη μας πληροφορία μιλούσε για ένα τραγοπόδαρο ον. «Για τον θάνατο του Πάνα μιλούσαν οι Έλληνες στα στερνά του αρχαίου κόσμου. Θαλασσινοί, που έπλεαν προς Ιταλία, άκουσαν κάποτε από τις ακτές κραυγές και θρήνους και το μήνυμα πως ο Μέγας Παν πέθανε» (Ελληνική Μυθολογία, τόμος 2ος, σελ. 242). Αλλά όχι. Ο Μέγας Παν ζει. Στη Λαγκάδα της Λεπενούς.
Ο Παν
ΑΠΟ ΤΟΝ 2ο ΤΟΜΟ της «Ελληνικής Μυθολογίας» (Εκδοτική Αθηνών), αντιγράφουμε κάποιες πληροφορίες για τον Πάνα. «ο Παν ήταν τραγοπόδαρος, τριχωτός σε όλο το σώμα, με κέρατα και αυτιά μυτερά, με το πιο πλατύ γέλιο στα χείλη, θορυβώδης αλλά και φίλος της ερημιάς, ψυχή κάθε ραχούλας, σύδεντρου, βουνοκορφής, πηγής και ρυακιού, σύντροφος και προστάτης των βοσκών και των κυνηγών, χαρωπός συνοδός της Κυβέλης και του Διονύσου, μπεκρής, χορευταράς (σ.σ. να έχει άραγε σημασία που το ον της Λαγκάδας βγαίνει μόνο στις μεγάλες γιορτές, που έχει πανηγύρι;) και μάστορας του αυλού, ακούραστος επιβήτορας των κατσικιών, αλλά και λάγνος εραστής νυμφών και αγοριών» (σελ. 240). «Οι θεοί, σαν ένιωσαν τον ερχομό του Τυφώνα, έτρεξαν να κρυφτούν και αναζήτησαν καταφύγιο στην Αίγυπτο. Καθώς ένιωθαν πίσω τους τον Τυφώνα να τους καταδιώκει, για να γλιτώσουν, αναγκάστηκαν να μεταμορφωθούν σε ζώα. Έτσι ο Απόλλων έγινε γεράκι ή κοράκι, ο Ερμής ίβις, ο Άρης ένα πολύ λεπιδωτό ψάρι, η Άρτεμις γάτα, ο Διόνυσος τράγος, ο Ηρακλής ελάφι, ο Ήφαιστος βόδι, η Αφροδίτη έπεσε στον Ευφράτη κι έγινε ψάρι, αυτό που αργότερα οι θεοί το έκαμαν αστερισμό, τους Ιχθύες.
Ο Παν μεταμορφώθηκε σε αιγόκερο και δική του ιδέα, λέει, ήταν να μεταμορφωθούν οι θεοί σε ζώα για να γλιτώσουν. Γι’ αυτό, αργότερα, από ευγνωμοσύνη στον Πάνα, έβαλαν στον ουρανό τον αστερισμό του Αιγόκερου. Ακόμα και για τον ίδιο τον Δία όμως είπαν μερικοί πως τότε είχε μεταμορφωθεί σε κριάρι» (σελ. 49). «Αναζητώντας τον Τυφώνα στην Κιλικία, ο Δίας συναπαντιέται εκεί με τον Κάδμο, που έψαχνε για τη χαμένη αδελφή του, την Ευρώπη. «Όντας έτσι τώρα ανάμεσα σε δύο εχθρούς, τον Τυφώνα και τον Κάδμο, ο Δίας, με τη βοήθεια του Έρωτα και του Πάνα, καταφέρνει τον Κάδμο να ντυθεί βοσκός, να πάρει τη σύριγγα του Πάνα και να παίξει έναν ποιμενικό σκοπό, για ν’ αποκοιμίσει τον Τυφώνα. Μόλις ο Τυφώνας αποκοιμιέται, ο Δίας τρυπώνει στη σπηλιά και παίρνει τους κεραυνούς του» (σελ. 50). «Με τις μεταμορφώσεις των θεών και τη φυγή τους στην Αίγυπτο βρέθηκε στο μύθο η πρόσβαση για να εξηγηθεί ο συχνός στην Αίγυπτο ζωομορφισμός των θεών, γνωστός ακόμα και στον Ελλαδικό χώρο σε παλαιότερες μορφές λατρείας, όπως του ταυρόμορφου και κριαρόμορφου Δία, του τραγόμορφου Διονύσου ή Πάνα» (σελ. 52). «Για τον Πάνα ιστορούσαν πως ήταν γιος του Ερμή και πως είχε μάνα μια κόρη του Δρύοπα ή την Πηνελόπη του Οδυσσέα, που σύμφωνα με κάποια παραλλαγή του μύθου, διωγμένη από τον άντρα της για κρυφές σχέσεις της με τον Αντίνοο, έναν από τους μνηστήρες, βρέθηκε στη Μαντίνεια και εκεί ζευγαρώθηκε με τον Ερμή» (σελ. 174). «Γνωστή ήταν και η αποπλάνηση της Σελήνης από τον Πάνα, που, ξέροντας ότι η θεά συνήθιζε να παίζει με τα πρόβατα, πηδώντας στη ράχη τους, κατάφερε να ενωθεί μαζί της χωμένος σε μια προβιά.
Το περιστατικό έγινε χωρίς τη θέληση της θεάς, αλλά ο Παν το παρουσίασε σαν το μεγαλύτερο ερωτικό κατόρθωμά του» (σελ. 229). «Βασική ιδιότητα αυτού του καλόκαρδου πνεύματος (του Πάνα) του ελεύθερου φυσικού χώρου, είναι η προθυμία του για γονιμοποίηση. Με άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με κάποια προσωποποίηση, από τις πιο έντονες, της γεννητικής δύναμης της ζωής, γεγονός που ιστορικά δικαιολογεί την ένταξη του Πάνα στις λατρείες που αναφέρονται στον κύκλο της ανανέωσης της ζωής γενικά. Στην αρχή βέβαια, για τους πιο παλαιούς πιστούς του, τους βοσκούς, ο Παν ήταν το δαιμονικό που γονιμοποιεί τα γιδοπρόβατα(σ.σ. να έχει κάποια σημασία άραγε η Τύχη των κοπαδιών, στην οποία αναφέρεται ο Αντώνης;) και κάνει να μεγαλώνουν τα κοπάδια» (σελ. 242). «Ο μύθος που αναφέρεται στη Δήμητρα (σ.σ. Δήμητρα, δηλαδή: Γη Μήτηρ, μάνα γη) εκτός από τις καλές σχέσεις και τη συνεργασία του Πάνα με τον Δία, δείχνει και το γεγονός ότι ο Πάνας, σαν θεός της γης, είχε από την αρχή και το χάρισμα της μαντικής. Μάλιστα, σύμφωνα με κάποιον άλλο μύθο, ακόμα και ο ίδιος ο Απόλλων είχε διδαχτεί τη μαντική από τον Πάνα. Ο ζωομορφισμός του Πάνα, όπως και ο δεντρομορφισμός των νυμφών (σ.σ. βελανιδιές) που συνδέονται μαζί του, γνωστός και από τις περιπέτειες του Απόλλωνα και άλλων θεών, μας οδηγούν σε παλαιότατα στρώματα λατρείας. Όντα συγγενικά με τον Πάνα στον Ελληνικό μυθικό κόσμο είναι οι Σάτυροι και οι Σιληνοί» (σελ. 243). «Οι Σάτυροι και οι Σιληνοί ανήκουν στον γνωστό από την αρχαία παράδοση τύπο των «μιξοθήρων», είχαν δηλαδή ανθρώπινη μορφή με σαφέστατα χαρακτηριστικά αλόγου και ευδιάκριτο φαλλό. Με απόλυτη σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι από τον5ο αιώνα π.Χ. ως τον 30 αιώνα μ.Χ. οι ονομασίες «Σιληνοί» και «Σάτυροι» ήταν συνώνυμες. Στην αρχαϊκή και στην κλασσική εποχή δεν διαπιστώνονται ίχνη μορφής τράγου για τους Σατύρους. Το χαρακτηριστικό αυτό ανήκει σε μεταγενέστερη Ελληνιστική εξέλιξη των Σατύρων, που δημιουργήθηκε από τη σύνδεσή τους με τον Πάνα. Σιληνοί και Σάτυροι, με τη δυσμορφία τους τρομάζουν συχνά τους ανθρώπους. Έτσι εξηγείται και ο ρόλος που παίζουν σαν αποτρόπαιο ι δαίμονες…
Είναι δίποδα όντα. Είναι δηλαδή κυρίως άνθρωποι με δευτερεύοντα χαρακτηριστικά αλόγου και ιθυφαλλικοί. Οι Σιληνοί, όπως οι Κένταυροι, ο Παν, οι Σειρήνες κ.α. αποτελούν διάμεσες μορφές μεταξύ ανθρώπου και ζώου και μεσολαβούν ανάμεσα στον Κάτω και τον Πάνω Κόσμο. Έτσι μπορούν να διαθέτουν υπεράνθρωπη γνώση και άλλες θετικές για τους ανθρώπους ικανότητες» (σελ. 316). «Η εμφάνιση των Σατύρων οφείλεται σε μια μεταμφίεση: Φορούν μια μάσκα με γένια και αυτιά ζώου και μια ποδιά γύρω από τους γοφούς που συγκρατεί τον δερμάτινο φαλλό και την ουρά του αλόγου. Μ’ αυτή τη μεταμφίεση σε Σατύρους έπαιρναν μέρος οι άντρες στις βακχικές τελετές και όχι μόνο οι χοροί στα σατυρικά δράματα. Η μεταμφίεση αυτή στα πλαίσια της λατρείας του θεού Διόνυσου σημαίνει ότι αυτός που μεταμφιέζεται, εγκαταλείπει τον παλιό εαυτό του, την αστική του ταυτότητα και είναι έτοιμος να δεχτεί μέσα του το θεό ως μανία. Να γίνει Βάκχος, λέξη χαρακτηριστική που σημαίνει και το θεό και το μύστη τον ίδιο» (σελ. 318).
Η ΝΥΜΦΗ ΗΧΩ ΔΕΝ ΘΕΛΗΣΕ ν’ ακούσει κάποτε το λάγνο κάλεσμα του Πάνα και γι’ αυτό κατακρεουργήθηκε από τσοπάνους, γιατί ο Παν έβαλε στο μυαλό τους μανία και το μόνο που επέζησε από την όμορφη νύμφη ήταν η φωνή της, η Ηχώ. Αυτά δεν τα ξέρει ο Αντώνης. Από παιδί έζησε σ’ αυτά τα «τόπια», με τα γίδια, τ’ άλογα και τα βόδια, όπως λέει, και με το ζόρι έβγαλε το Δημοτικό Σχολείο. Κάνει όμως ακριβώς τον ίδιο συλλογισμό, όταν φτιάχνει το εικόνισμα στο μέρος που εμφανίζεται ο Δαίμονας της Λαγκάδας και περνάει η μπουλντόζα και το κάνει κομμάτια. Υπαινίσσεται, ότι ο Δαίμονας έβαλε μανία στο μυαλό του μπουλντοζέρη για να καταστρέψει το ανεπιθύμητο μνημείο. Δεν διανοείται, δεν επιχειρεί να το φτιάξει δεύτερη φορά. Τον ρωτάμε γιατί. Ο τρόπος που απαντά, δείχνει ότι έλαβε το μήνυμα και το νέο εικόνισμα το χτίζουν με το Θύμιο εκεί που ήταν από το 1955 και χάλασε. Δεν θα πάει περισσότερο κόντρα στον άγνωστο θεό.
Ο Δαίμονας ή ό,τι άλλο είναι, δεν θέλει το εικόνισμα, με το οποίο επιχειρούν να το ξορκίσουν. Τι θέλει; Τι ζητάει μένοντας ακίνητο και κοιτάζοντας τον περαστικό; Μπορεί να θέλει τον σεβασμό και το δέος που επέδειξε ο Αντώνης,. Αυτός είναι ο δικός του Ναός. Ο Ναός που γκρεμίστηκε, ο Ναός που δεν ξαναχτίστηκε ποτέ. Πρόκειται για το σεβασμό στα στοιχειά. Για το φόβο και το δέος. Για την αρμονία και την ισορροπία της Φύσης, που διαταράξαμε. Ο Αντώνης λέει ότι οι σημερινοί άνθρωποι δεν τα βλέπουν αυτά και δεν τα πιστεύουν, γιατί έχουν ξεκόψει από τη Φύση. «Εσύ όμως, ζεις στη Φύση». Ναι. Και γι’ αυτό τρέφει αισθήματα σεβασμού για τα στοιχειά. Αλλά ίσως ο Δαίμονας αυτός να θέλει πάλι και το σουραύλι του. Ίσως να θέλει τα τσαρούχια του, όπως τα ήθελε η Τύχη των αλόγων. Μπορεί να θέλει κάτι ευτελές, όπως τα τσαρούχια, όμως σημασία γι’ αυτό δεν έχει η αξία του αντικειμένου, αλλά η χειρονομία και η εκδήλωση σεβασμού. Για ν’ αρχίσει πάλι τις μουσικές κόντρες του με τον Απόλλωνα. Αυτό άλλωστε δεν είναι και τα τάματα, που αφιερώνουν οι πιστοί στους αγίους; Ίσως να θέλει ν’ αρχίσει πάλι τα παιχνίδια του με τους ανθρώπους. Τα άγρια άλογα του Πεταλά, απέναντι, επανήλθαν στην άγρια φύση μετά την εκμηχάνιση της γεωργίας την δεκαετία του ’60 και ανακάλυψαν ξανά το αρχαίο τους άγριο ένστικτο. Ίσως να ήρθε η ώρα να επιστρέψουμε κι εμείς εκεί α’ όπου φύγαμε. Στην αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με τη Φύση και το περιβάλλον. Ίσως να είναι αυτός ο λόγος που εμφανίζεται στην περιοχή το ον. Ίσως αυτό που μένει στον Αντώνη και στους βοσκούς της Λαγκάδας, είναι, αντί να φτιάχνουν εικονίσματα, για να το ξορκίσουν, να χτίσουν ένα μνημείο αφιερωμένο «στον άγνωστο θεό» της Λαγκάδας. Θα ήταν ένα καλό πείραμα, να δούμε, αν θα το γκρέμιζε και αυτό ή θα το τιμούσε με τρόπο ορατό στους ανθρώπους…
Οι Ναοί που χτίστηκαν, έγιναν μετά από κάποιο όνειρο ή μετά από την εμφάνιση της Παναγίας ή ενός Αγίου, που ήθελε τον οίκο του. Να θέλει άραγε και αυτός ο Δαίμων, αυτός ο θεός της Λαγκάδας το δικό του; Μήπως εμφανίζεται με τον ίδιο τρόπο, που εμφανίζεται η Αγία Παρασκευή και ο Προφήτης Ηλίας; Στον πόλεμο του 1940, στ’ Αλβανικά βουνά, οι πολεμιστές έλεγαν ότι είδαν την Παναγία να οδηγεί τους στρατιώτες. Αλλά το ίδιο ακριβώς έγινε και με τον Πάνα στη μάχη του Μαραθώνα, που έσπειρε τον πανικό στους Πέρσες κι έκαμε τη νίκη των Ελλήνων απλή υπόθεση. Πράγμα που του το ανταπέδωσαν με λατρεία και με Ναούς. Από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι διηγήσεις αυτές και η πίστη έμειναν αναλλοίωτα στοιχεία του Ελληνικού πολιτισμού. Είναι πράγματι εκπληκτικό ν’ ανακαλύπτουμε σ’ ένα λαγκάδι ατόφια την αρχαία Ελλάδα και αδιάσπαστη μέσα στους αιώνες τη συνέχεια του Ελληνικού πνεύματος.
ΑΣ ΠΑΡΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΤΗΝ ΕΚΔΟΧΗ ενός καπρίτσιου της Φύσης. Ένα δύσμορφο πλάσμα, που γεννήθηκε κι εγκαταλείφθηκε στην τύχη του, αλλά κατάφερε να επιβιώσει. Δε μπορεί να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους. Θέλει, είναι φανερό, αλλά δε μπορεί και ξέρει ότι το θεωρούν δαίμονα ή βρικόλακα ή φάντασμα και ότι τίποτα δεν θα κοστίσει σε κανένα ν’ αδειάσει από την τρομάρα του μια καραμπίνα στο στήθος του. Το λέει ο Θύμιος, που σκέφτεται να στήσει ένα χουνέρι στον Τόλια Κοντό. Να βάλει μία προβιά και να πεταχτεί μπροστά του τη νύχτα. «Σκιάζομαι όμως μη με ντουφεκίσει ο διάολος». Κι έτσι κάθεται στ’ αβγά του.
ΊΣΩΣ, Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΛΑΓΚΑΔΑΣ να είναι ένα σπάνιο είδος, μια αντιστροφή του Κενταύρου, που επιβίωσε στο άγριο βουκολικό τοπίο. Μπορεί να είναι κάτι ανάλογο με το «γιέτι»των Ιμαλαΐων, ίσως να έρχεται από μια προϊστορική ή από μια μυθική εποχή, μπορεί να είναι μέλος κάποιας πρωτόγονης ομάδας ή αγέλης, που ζει στις αμέτρητες και ανεξερεύνητες σπηλιές του Πεταλά, κάτω από τον οποίο (αν έχει κάποια σχετική σημασία) κάποιοι γεωλόγοι παλιότερα μίλησαν για μεγάλη υπόγεια λίμνη. Παρά την εντύπωση του Δαίμονα, που δίνει στους κατοίκους της περιοχής, οι εμφανίσεις του δεν περιέχουν τίποτα το μεταφυσικό, αντίθετα ο χαρακτήρας του είναι εμφανώς φυσικός και πολύ γήινος. Η επιμονή και η υπομονή ενός μουρλού φυσιοδίφη, εξοπλισμένου τεχνικά, ίσως να απέδιδε μια χειροπιαστή απόδειξη μιας εκπληκτικής ανακάλυψης.
Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΤΗΣ ΛΑΓΚΑΔΑΣ έχει εμφανιστεί με μορφή ανθρώπου, αλλά και αλόγου. Με την υπόθεση ότι το ον αυτό προσωποποιεί τον χώρο του και μεταμορφώνεται, όπως οι Σιληνοί, οι Σάτυροι και οι Πάνες, θα ήταν αμέλεια, τη μεταμόρφωσή του σε άλογο να μην την συσχετίσουμε με την παρουσία των αγρίων αλόγων που διαβιούν στην περιοχή από την αρχαιότητα. Οι σοφοί Δαίμονες των αρχαίων ήταν ένα με τη Φύση και ο Δαίμονας της Λαγκάδας αποκλείεται ν’ αποτελεί εξαίρεση. Αλλά ένα με τη Φύση σημαίνει ό,τι σήμαινε ο Πρωτέας. Τα στοιχειά της Ελληνικής υπαίθρου ξέρουν ν’ αναγνωρίζουν το αρχαίο στοιχείο (και την αρχαία ρίζα των αγρίων αλόγων) ακόμα και αν για μας τους ανθρώπους αυτά τα πράματα είναι αόρατα ή φαντασιώσεις. Άλλωστε ο χαρακτηρισμός «Δαίμονας», που αποδίδουν οι βουκόλοι και οι βοσκοί στο ον, δεν προέρχεται από τον διαχωρισμό σε αγαθούς και σκοτεινούς αγγέλους, δεν εκπροσωπεί το κακό απέναντι στο καλό. Η αναφορά στον Δαίμονα της Λαγκάδας εμπεριέχει ένα δέος κι ένα σεβασμό. Δεν είναι μια απαξίωση. Δεν είναι φόβος. Είναι μια ζωντανή αντανάκλαση, αν όχι μια αδιάσπαστη ανάμεσα στους αιώνες αντίληψη για τα πλάσματα της γης και του ουρανού ή για τα πλάσματα που βρίσκονται μεταξύ ουρανού και γης, όπως οι αρχαίοι Δαίμονες. Οι Άγιοι της Εκκλησίας γίνονται άλλωστε αντιληπτοί από τους πιστούς ως μεσίτες ανάμεσα σε αυτούς και το Θεό και η πίστη αυτή δεν αποτελεί παρά μια αντιστροφή ή μια μετεξέλιξη της αρχαίας πίστης για τους Δαίμονες.
Η αντίληψη αυτή για τον Δαίμονα είναι διάσπαρτη στην Ελληνική ύπαιθρο. Πολλές ιστορίες αναφέρουν τα πειράγματα των δαιμόνων, ιδίως στους μυλωνάδες, που ήταν συνήθως στην ερημιά, αλλά και η εξυπνάδα των οποίων κατατρόπωσε πολλές φορές το ανεπιθύμητο πειραχτήρι. Όταν οι παλιοί διηγούνται τέτοιες ιστορίες αναβλύζει μια μεγάλη χαρά και λαμπιρίζει στο μάτι τους, που ένας θνητός κατάφερε και τα έβαλε με τους δαιμόνους. Ενδεικτική είναι η παρακάτω ιστορία από τη Μυρτιά:
Έβαλε ο μυλωνάς να ψήσε ι χοιρινό στη σούβλα, στο τζάκι. Κι εκεί που έψηνε, πάνω που κόντευε να βγει – και πείναγε ο μαύρος – να σου δίπλα ένας διάολος με μια σούβλα από βατράχια, να μιμείται τις κινήσεις του μυλωνά και τους μορφασμούς, να κάνει ό,τι κάνει κι αυτός.
- Φεύγα, διάολε!
Λέει αυτός.
Τίποτα ο διάολος. Εκεί. Να κάνει ό,τι έκανε ο μυλωνάς. Ανασηκωνόταν ο μυλωνάς; Ανασηκωνόταν κι αυτός. Γύριζε τη σούβλα ο μυλωνάς;
Γύριζε κι αυτός.
- Φεύγα, διάολε!
Τίποτα!
Πάνω που έπρεπε να βγάλει τη σούβλα και να φάει, σηκώνει ο διάολος τη δική του με τα βατράχια, που ο μυλωνάς τα σιχαινόταν μέχρι αηδίας, και την κοπανάει πάνω στη σούβλα του μυλωνά, για να τη μαγαρίσει.
Φούντωσε τούτος.
-Έτσι είσαι;
Βγάνει τη σούβλα από τη φωτιά κι όπως έτρεχε το καυτό λίπος του γουρουνιού, του δίνει μία μπροστά, του δίνει κι άλλη από πίσω του διαόλου κι αυτός άρχισε να χοροπηδάει τσουρουφλισμένος και να φωνάζει:
-Ω, πω, πω, κάηκι ου ατός μ’ κι ου απατός μ’. (Κάηκε ο αυτός μου και ο απαυτός μου).
Ήθελε να πει «κάηκε ο κώλος μου και ο π… μου».
Η ιστορία προκαλεί ευφορία σε όποιον τη διηγείται. Είναι μεγάλο κατόρθωμα (και όχι μόνο του μυλωνά, αλλά και του ανθρώπου) να κάνεις καλά ένα δαίμονα. Είναι η νίκη – μάλλον η υπεροχή – του γήινου εναντίον του εξωγήινου. Η ιστορία τελειώνει εδώ. Όλο χάρη. Χωρίς φόβο. Και δείχνει ότι η συνύπαρξη των γήινων και των εξωγήινων όντων ήταν αρμονική μέχρι την εμφάνιση των μηχανών, όταν ο καθένας τράβηξε τον δικό του δρόμο και διαχωρίστηκαν, ίσως για πάντα. Όμως ο διαχωρισμός αυτός δεν σημαίνει ότι εκεί στα ρέματα και στους παλιόμυλους δεν παίζουν με τ’ αγρίμια οι δαίμονες και στα παλιάλωνα δεν χορεύουν οι νεράιδες. Τι σημαίνει «νεράιδα»; Σημαίνει «είδος (δηλαδή μορφή) νερού». Ναι. Οι άνθρωποι σήμερα, που έχουν τον θόρυβο μέσα τους, είναι ανίκανοι να δουν ένα δαίμονα ή μια νεράιδα. Τότε όμως που ήταν ήσυχοι, που ήταν αθώοι, όχι μόνο έβλεπαν, αλλά κι έπαιζαν μαζί τους, άλλοτε χόρευαν, άλλοτε πειράζονταν και η νίκη δεν σήμαινε για κανέναν εξόντωση, σήμαινε απλά μια πρέφα στο καφενείο, σήμαινε το καλαμπούρι που έπρεπε να υποστεί ο ηττηθείς.
Κι αν σήμερα κάποιοι μιλούν για «επιστροφή στη φύση», εννοούν μόνο την άψυχη ομορφιά του τοπίου. Δεν γνωρίζουν τους μικρούς θεούς και τις θεές των ρεμάτων και των βουνών ή τις νύμφες των γέρικων δέντρων. Ο κόσμος που γκρεμίστηκε μπορεί να ξαναχτιστεί, αλλά φαίνεται ότι αυτό θα γίνει, όταν αυτό το γένος των ανθρώπων χαθεί και θα χαθεί, γιατί σκάβει τον λάκκο του με τα ίδια του τα χέρια.
ΟΙ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΑ της Λαγκάδας καταγράφονται από τις διαφορετικές περιγραφές διαφόρων μαρτύρων. Άλλες μιλούν για μορφή ανθρώπου και άλλες για μορφή αλόγου, άλλες ακόμα μιλούν για τράγινα πόδια. Υπάρχουν μαρτυρίες που μιλούν για εμφάνιση μέρα μεσημέρι και άλλες που ο Δαίμονας εμφανίστηκε χωρίς τρίχες, χαίτη ή γενειάδα. Αλλά «τα μάτια που πετάνε φωτιές», μπορεί να είναι τα μάτια που είναι συνηθισμένα στο σκοτάδι, όπως της γάτας και της αλεπούς. Και αν τα μάτια είναι συνηθισμένα στο σκοτάδι, τότε το πλάσμα, το ον, ζει στο σκοτάδι, ζει στις σπηλιές, απ’ όπου και εξορμά.
Είναι δύσκολο να καταγράψει κανείς τους συνδυασμούς αυτούς, επειδή οι μάρτυρες εφαρμόζουν την αρχέγονη και αδιάσπαστη παράδοση, κατά την οποία τα θέματα αυτά δεν ομολογούνται, ανήκουν στη Χώρα των οικείων Μυστικών. Ανήκουν μόνο στους ανθρώπους που ανήκουν στο χώρο. Οι άλλοι είναι ξένοι και δεν πρέπει να γίνουν κοινωνοί. Αν το θέμα βγαίνει τώρα στην επιφάνεια, είναι επειδή ο ίδιος ο Δαίμονας το επιτρέπει και δεν αντιστέκονται στην βούλησή του. Λένε όμως όσα πρέπει να πουν. Δεν φλυαρούν. Δε λένε παραπανίσια λόγια. Υπάρχει διάχυτη η αγωνία για την ακριβή διατύπωση, κατά την οποία τίποτα δεν θα ειπωθεί ως περιττό, τίποτα δεν θα είναι περισσότερο. Δεν είναι πράματα αυτά, με τα οποία μπορεί να παίζει κανείς. Και για λόγους ασφαλείας προτιμούν το λιγότερο. Μίλησαν μόνο σε άνθρωπο που θεώρησαν δικό τους, αφού πέρασε από τη δοκιμασία της οικειότητας με τις πέτρες, όπου έκατσε σταυροπόδι. Ίσως, λοιπόν, να μην πρόκειται για μεταμορφώσεις. Θα συνέβαιναν μόνο, εάν υπήρχε κάτι το μαγικό, κάτι το μικροθεϊκό. Ίσως οι μεταμορφώσεις που καταγράφονται να σημαίνουν μια οικογένεια ή μιαν αγέλη πλασμάτων, ίσως να πρόκειται για ένα χαμένο είδος όντων, που έχει επιβιώσει στην περιοχή. Αν αρνηθούμε την δυνατότητα της μεταμόρφωσης από αυτήν του ανθρώπου σ’ εκείνη του αλόγου, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι υπάρχουν κι άλλοι «δαίμονες». Ίσως ο «Δαίμονας της Λαγκάδας» να μην είναι ένας και μόνο.
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΟΥΒΕΝΤΑΣ μας είναι ότι «δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την ύπαρξή του, αλλά, ό,τι κι αν είναι, δεν πρέπει να πειραχτεί από κανέναν». Ακόμα κι ο Θύμιος, που στην αρχή της κουβέντας μας έλεγε «μωρέ, δεν έπεσα πάνω του και θα το γέμιζα τρύπες», ακόμα κι ο Θύμιος, άντρας αψύς, θα συμφωνήσει βουβά. Αν μη τι άλλο, ο Δαίμονας της Λαγκάδας δεν κινδυνεύει πια…
Το Παρασκευόρεμα
ΌΤΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΕΧΤΙΖΑΝ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ, πρόσεχαν να μη χτίσουν τον ίσκιο κανενός μέσα στο θέμελο, γιατί σε τρεις μέρες θα πέθαινε ο άνθρωπος. Στοίχειωνε. Η κουβέντα του Αντώνη μας θύμισε την ιστορία του γεφυριού του Κεφαλόβρυσου, στη Μυρτιά, όπου θυσίασαν έναν διαβάτη, του Πιλπιτζούρη, για να στεριώσει το γεφύρι. Πέρναγε αυτός το πρωί και στάθηκε μπροστά στον ήλιο που έβγαινε την ώρα εκείνη. Τα μαστόρια έχτισαν αμέσως τον ακίνητο ίσκιο. και τον έκλεισαν μέσα, τον στοίχειωσαν. Τρεις μέρες μετά ο Πιλπιτζούρης πέθανε. Ο Αντώνης δείχνει το λαγκάδι κάτω. «Βλέπεις; Αυτό το μέρος ήταν σιταροχώραφο και ανήκε στην Αγία Παρασκευή, στο εκκλησάκι, από πάνω μας. Το είχε ο Γιώργος Βλαχογιώργος, πενήντα χρόνια πριν, που δεν έδωσε όμως το τάμα. Ήρθε λοιπόν ένα πρωί, και το βρήκε κομμένο στη μέση. Το χωράφι έγινε λαγκάδι. Έτσι έγινε το «Παρασκευόρεμα». Στη μυθολογία του Αντώνη όλα έχουν ένα ιερό νόημα.
Οι μικροί και οι μεγάλοι θεοί του τόπου του, απαιτούν ακόμα τις θυσίες που έκαναν σ’ αυτούς οι αρχαίοι πρόγονοι. Αλλά και η βάβα του η Χρύσω, που έκανε θαύματα θεραπεύοντας σπασμένα χέρια και πόδια, που ήξερε όλα τα βότανα του τόπου, έλεγε (και ο Αντώνης το πιστεύει) ότι «η ρίζα από το πουρνάρι, αν τη βράσεις και την πιεις, θεραπεύει την παλιαρρώστια». Κάτι στη φωνή του μαρτυρά ότι με τη μέθοδο αυτή θεραπεύτηκαν πολλοί, αλλά δεν το λέει και η πληροφορία πετάει σαν αόρατη νύμφη στον γύρω χώρο. Ποιος ξέρει στα σίγουρα, αν η ρίζα του πουρναριού, ΔΕΝ θεραπεύει τον αγιάτρευτο από την σύγχρονη επιστήμη καρκίνο; Στο κάτω – κάτω, τη φλούδα της φτελιάς την έβαζαν κάποτε στον κουρήτο, για να πίνουν οι κότες νερό και να μην ψοφούν.
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΙΛΑΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΣΤΑΛΑΓΜΑΤΙΚΗ εκείνη σοφία του γέροντα. Μιλάει για τα πιο σοφά πράγματα με τον πιο απλοϊκό τρόπο. Κάπως έτσι μιλούν οι βασιλιάδες των παραμυθιών. Ο άνθρωπος που ήρθε από την πόλη δεν θα έδινε καμιά σημασία στα λεγόμενα του Αντώνη, που κατεβαίνει από το χωριό στο Αγρίνιο στη χάση και στη φέξη, όταν είναι απολύτως απαραίτητο.
Οι ιστορίες του ανήκουν σ’ έναν κόσμο, από τον οποίο το παιδί της πόλης απέχει τρεις χιλιάδες χρόνια. Ακόμα όμως και στα αυτιά των καμπόσων, τα λόγια του Αντώνη δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη αξία. Έχουν χάσει κι αυτοί την ουσία της ζωής, έχουν απομακρυνθεί από την λιτότητα των Δωριέων και την λεπτότητα των Ιώνων. Ο λόγος του Αντώνη μοιάζει με παλιό Δημοτικό τραγούδι. Οι τονισμοί της κουβέντας του είναι ραχούλες και λαγκαδιές, είναι ο αέρας στα φύλλα. Δεν είναι ευθείες γραμμές ή κάθετες και οριζόντιες. Ακούγοντας τον Αντώνη, ξέρεις, ότι το Δημοτικό τραγούδι έχει ακόμα τη μουσική της αρχαίας Ελλάδας. Ατόφια. Αντί καναπέ, αντί στο σαλόνι, θα σου δείξει να καθίσεις μαζί του πάνω στις πέτρες, στον ίσκιο της ελιάς, μέσα στο άγριο τοπίο. Όταν θα κάτσει και θα τεντώσει την αρίδα, νομίζεις είναι ένας πασάς που ξαπλώνει στα βελούδα. Έχει μια γλυκύτητα στη φωνή και το αφηγηματικό του ύφος σε συνεπαίρνει, γιατί είναι ανεκτικό και ψύχραιμο ακόμα και στον μεγαλύτερο αιφνιδιασμό. Η ηπιότητα της φωνής αποτελείτο αντιστάθμισμα στην αγριάδα του βοσκότοπου, αλλά, ταυτόχρονα, είναι ένας λατρευτικός σεβασμός στα στοιχειά. Ξέρει ότι θ’ ακούσουν, ό,τι κι αν πει, θ’ ακούσουν ό,τι σκεφτεί, γι’ αυτό μετράει τα λόγια του. Μετράει ακόμα και τις σκέψεις του, πράγμα που του χαρίζει μια πνευματική πειθαρχία και μιαν αυτοσυγκράτηση, που τον κάνει σοφό. Τίποτα δεν θα μας έλεγε απ’ όσα μας είπε, αν δεν τον ενέπνεε η αύρα μας. Η κουβέντα μας στην αρχή είναι παράθεση κάποιων στεγνών πραγμάτων, οι χυμοί θα έρθουν αργότερα, τότε που θα «ζεσταθεί» από την κουβέντα, στην οποία εντελώς μυστικά θα συναρμολογήσει το πεδίο της εμπιστοσύνης του απέναντι στον ξένο μέχρι εκείνη την ώρα συνομιλητή του. Στο τέλος όμως της κουβέντας θα γίνεις δικός του. Δεν έκαμες τη δουλειά σου και θα φύγεις. Θα μείνεις εδώ και, πηγαίνοντας απλά στο σπίτι σου, θα γυρίσεις. Από δω δεν θα φύγεις ποτέ πια. Μια στάλα αίμα δικό σου ενώθηκε με μια δική του και γίνατε αδέρφια. Χωρίς αυτό, τίποτε δεν θα είχε βγει από την συνάντηση μ’ έναν άνθρωπο σαν τον Αντώνη.
Μετά τη συνάντησή μας στον «Καλόγερο», όπου μας επιβεβαίωσε την πληροφορία και μας αποκάλυψε την ύπαρξη του Δαίμονα της Λαγκάδας, ήταν αδύνατο ν’ αρνηθούμε την πρόσκλησή του για το «Παρασκευόρεμα», σε λίγες μέρες, όπου θα μαζεύονταν οι φίλοι να ψήσουν, να φάνε, να πιούνε και να πουν ιστορίες στη φεγγαράδα. Να πας στην Αγία Παρασκευή να ψήσεις και να φας με τους φίλους, δεν είναι μια απλή υπόθεση. Ένα κιλό κρέας το παίρνεις στον χασάπη, το πας στο σπίτι το μαγειρεύεις και αυτό είν’ όλο. Αλλά στο«Παρασκευόρεμα», τη Δευτέρα, 11 Αυγούστου, ο Αντώνης έφτασε πρώτος απ’ όλους μας. Βρήκε απόγωνο για τη φωτιά. Κάτι σαν χωμάτινος φούρνος. Παραμέρισε κάποιες πέτρες κι έφτιαξε έναν πρόχειρο τοίχο, κάτι σαν αυτοσχέδιο τζάκι. Ο δυνατός αέρας εδώ γίνεται ισχνός και είναι όσο χρειάζεται ένα φύσημα για ν’ ανάψει η φωτιά, χωρίς να κουραστείς. Πολλά πράγματα στον κόσμο του Αντώνη γίνονται μόνα τους, αρκεί να ξέρεις πώς να κάνεις τα στοιχειά να δουλεύουν για σένα, χωρίς να τα προσβάλεις. Αλλά το μεγάλο μυστικό είναι η Τέχνη της Φωτιάς. Πρέπει να βρει τα κατάλληλα ξύλα. Δεν κάνουν όλα τα ξύλα για τη φωτιά του Αντώνη. Θελήσαμε να συμβάλλουμε και του κουβαλήσαμε ξερά ξύλα που βρήκαμε. Δεν μας πρόσβαλε, δεν είπε «δεν κάνουν», τ’ άφησε δίπλα και πήγε μόνος του να βρει εκείνα που αυτός μόνο ήξερε, εκείνα που κάνουν νόστιμο ακόμα και το πιο άνοστο κρέας. Όταν η φωτιά θα πέσει και το κρέας μπει από πάνω της να ψηθεί για τη χάρη μας, θ’ ακούσουμε την ωραιότερη διάλεξη που ακούσαμε ποτέ.
Η Τέχνη της Φωτιάς
Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΑΡΩΤΙΕΤΑΙ «αυτά αν δε μείνουν, πώς θα τα ξέρουν;». Θεωρεί ότι πρέπει να γίνει βιβλίο με όλες αυτές τις παλιές γνώσεις. Είναι σίγουρος, ότι ο κόσμος θα τα χρειαστεί κάποτε και δεν θα τα βρίσκει. Το ξύλο του πλάτανου έκανε για τα πλαστήρια και για το ξύλο του χασάπη. Κανένα άλλο ξύλο δεν κάνει γι’ αυτές τις δουλειές. Γιατί κάθε ξύλο έχει μοναδικές ιδιότητες, που πρέπει να ξέρεις και να τις χρησιμοποιείς ανάλογα. Δεν κάνουν όλα για όλα. Κάθε τι έχει τον δικό του προορισμό, και την δική του αξία.
«Η καλή φωτιά, θέλει ρίζα από ρείκι ή από αριά, από πουρνάρι, από κουμαριά κι από αγριλιά. Οι ρίζες αυτές κάνουν μεγάλη νοστιμιά στο κρέας. Προπαντός η ρίζα από το ρείκι και την αριά. Αυτές οι ρίζες είναι εφάμιλλες στην καλή φωτιά και στη νοστιμάδα. Η αριά και το πουρνάρι, κρατάει κάρβουνο. Δεν σβήνει εύκολα. Ο κορμός απ’ το ρείκι δεν κρατάει, κάνει λαμπάδα πολλή. Οι παλιοί έβραζαν το πρόβειο γάλα με ασφάκα. Όχι με ρίζα. Με κορμό ασφάκας. Για να είναι νόστιμο. Έχω μάθει όλες τις τέχνες αυτές. Ένα πράμα που δεν είναι νόστιμο, μπορώ να το κάμω νόστιμο. Και το γάλα ξέρω να το φκιάξω νόστιμο και το κρέας. Κάθε τι έχει τα μυστικά του. Τι ξύλα θα βάλεις, πόσο θα πέσει η φωτιά». Δείχνει τη φωτιά που καίει και ψήνει και συνεχίζει: «Αν βάζαμε πλάτανο, δεν ψήνονταν το κρέας. Αν βάζαμε φτελιά, πάλι δεν ψήνονταν. Αν βάζαμε δέντρο, πάλι δεν ψήνονταν. Θα μπορούσαμε όμως να βάλουμε βελανιδιά ή κορμό από αριά, αν δεν είχαμε τις ρίζες από ρείκι».
Στην γύρω περιοχή τα ξύλα είναι άφθονα. Δεν είναι ότι κόβεις κάτι, δεν καταστρέφεις. Η φύση δίνει μόνη της εκείνο που δεν χρειάζεται πια Εσύ όμως πρέπει να ξέρεις να διαλέγεις από τα ξύλα που σου δίνει η Φύση και να παίρνεις μόνο αυτό που χρειάζεσαι. Ο δέντρος έχει ξύλο που σβήνει. Είναι σταχτώδες. Σταχτώνει. Το κάρβουνο ασπροφέρνει. Έχει μια άσπρη σκόνη, που δεν καίγεται. Δεν είναι σαν τη βελανιδιά. Η βελανιδιά έχει κόκκινο κάρβουνο. Κατακόκκινο, σαν αίμα».
Ο Αντώνης λέει στοχαστικά ότι τώρα οι νέοι δεν τα ξέρουν αυτά. «Χάνονται αυτά, που βρήκαμε εμείς από τους παλιότερους και τα κρατάμε ακόμα. Είναι λίγοι σαν εμένα που κράτησαν στη μνήμη τους αυτά τα πράματα. Μετά από λίγα χρόνια θα εξαλειφθούν όλα, δεν θα ξέρει κανείς τίποτα».
Προσπερνάει την δική του αποδημία, μαζί με την οποία θα χαθεί η παλιά γνώση. Την προσπερνάει απαλά σαν αεράκι. Χωρίς φόβο, χωρίς ανυπομονησία. Φυσικά. Όσο φυσικά είναι όλα αυτά γύρω, τα άγρια και τα ήμερα, η φωτιά που καίει και ο λύκος που έχει δύο χρόνια για να φανεί. Ξέρεις ότι αυτός ο άνθρωπος θα γεράσει και θ’ ακούσει το κάλεσμα να επιστρέψει στη μάνα γη, θα το κάνει χωρίς γογγυσμούς. Χωρίς αντίσταση και χωρίς παραίτηση. Αυτός ο συνδυασμός της μη αντίστασης και της μη παραίτησης μου φαίνεται στην αναλαμπή της φωτιάς και το αμυδρό φως του φεγγαριού που βγήκε στο μεταξύ, σαν κάτι το απέραντα σοφό. Ετούτος ο τσοπάνης κάθεται σταυροπόδι πάνω στο χώμα και μιλάει και είναι σα βασιλιάς, έχει κατακτήσει τη γνώση και διδάσκει το απολωλός πρόβατο που γοητεύεται από εφήμερα και ψεύτικα πράματα. Η γνώση εδώ είναι αιώνια, είναι εκτός του χρόνου και δίνει μιαν άλλη διάσταση στο έρημο τοπίο, όπου δεν ακούς παρά τον αέρα να σφυρίζει στο λόγγο, είναι φυσική, σαν τη φωνή της κουκουβάγιας που πέρασε απ’ την ακοή μας και διάβηκε.
Τον ρωτάω, αν είναι ευχαριστημένος από τη ζωή που κάνει. «Μπορούσα, απ’ την κουβέντα του πατέρα μου, να περνάω πολύ καλύτερα, να είμαι σε καλύτερη μοίρα, οικονομικώς, αλλά εγώ επέλεξα αυτή την πλευρά της ζωής, επειδή αγαπάω τη Φύση. Καλά είναι τα λεφτά, αλλά εμένα μ’ ευχαριστεί εδώ, εάν είχα λεφτά κι ήμουν μέσα στη μέση στο Αγρίνιο, έχει νόημα η ζωή; Δεν έχει! Θα ήμουν ένα μηχάνημα. Για μηχάνημα το θεωρώ εγώ. Καλύτερα διαμορφώνεις τη φιλία σου με τον άλλονε, δένεσαι καλύτερα εδώ, απ’ τ’ Αγρίνιο. Τώρα που αναφέραμε το Αγρίνιο, ο κόσμος δεν ξέρει γιατί ζει. Για μένα. Δεν έχει αγάπη προς τον άλλονε, δεν συνδέεται. Ενώ στην ερημιά, άμα βρεις έναν άνθρωπο και πεις μια κουβέντα, δένεσαι». Του λέω, ότι «όντως, αν αυτή την κουβέντα την κάναμε στο Αγρίνιο, τίποτε απ’ αυτά δεν θα μπορούσε να σταθεί όρθιο, ενώ εδώ, έχει άλλη διάσταση». Επικροτεί. «Άμα ιδούμε έναν άνθρωπο ν’ αγαπάει αυτό που κάνουμε εμείς, εδώ, τον θεωρούμε γύρω απ’ το περιβάλλον το δικό μας, δηλαδή, τον θεωρούμε ένα δικό μας άνθρωπο, γιατί τ’ αρέσει αυτό που κάνουμε εμείς. Ένας που δεν του αρέσει, αποχωρεί απ’ την πρώτη στιγμή. Στ’ Αγρίνιο, λέμε μια καλημέρα, λέει τίποτα αυτό; Όχι. Δεν έχει ουσία. Δεν έχει ψυχή. Ενώ, όταν κάτσουμε εδώ τώρα, φάμε και πιούμε παρέα, εγώ τη διαφορά θα την ιδώ. Εγώ προτίμησα να έχω λιγότερα χρήματα, αρκεί να είμαι στη Φύση. Αν πάω ένα μήνα στα βουνά, χωρίς φαΐ, θα επιβιώσω, ξέρω πού θα πάω να βρω το απίδι, που θα βρω το σύκο, που θα βρω το κούμαρο, σε ηλικία οχτώ χρονών φόρτωνα δύο μουλάρια με ξύλα από τον Πεταλά, τα φόρτωνα, με τη διχάλα, και τα πήγαινα στο χωριό, αυτά τα παιδιά όμως, αν τα πάρεις μια μέρα απ’ τον πατέρα, ψόφησαν».
ΠΟΙΟΣ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΠΕΘΑΝΑΝ ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΘΕΟΙ; Μπορεί να γκρέμισαν τους ναούς τους ή να τους μετέτρεψαν σε ναούς αγίων, μπορεί να έσπασαν τ’ αγάλματά τους, μπορεί να κατάργησαν τη λατρεία τους ή να άλλαξαν τις λέξεις και τα κύρια ονόματα των τελετουργικών, είτε στη νέα θρησκεία, είτε στα Δημοτικά τραγούδια, όμως οι αρχαίοι θεοί ζουν ακόμα στους απείραχτους τόπους και στις αμόλυντες συνειδήσεις. Σ’ αυτούς τους θύλακες της αδιάσπαστης ανά τους αιώνες πνευματικότητας, η Ελλάδα είναι ακόμα ολοζώντανη, αλλά μ’ ένα τρόπο που ξέρουν ν’ αποκωδικοποιούν μονάχα οι Μύστες. Ο πνευματικός κόσμος του Αντώνη Βαμβακά, ακατήχητος και ακαθοδήγητος, καμουφλαρισμένος από την ένδυση του σαραβαλιασμένου αμαξιού του, απείραχτος από τη μαζική παιδεία του Σχολείου και της αναλωτικής εποχής, αποκαλύπτεται αθέλητα και αθώα, καθώς ακριβώς αναδύεται η άγνωστη πλέον αρχαία σοφία μέσα από τις καθημερινές και τετριμμένες Ελληνικές λέξεις, αυτά τα μνημεία της παγκόσμιας γνώσης, των οποίων ανακαλύψαμε την λαμπερή πρωτογένεια σκάβοντας με τον κασμά.
Οι ισχυρότερες αποδείξεις της ύπαρξης των αρχαίων θεών και της κυκλοφορίας τους σήμερα είναι που εμφανίζονται στους πιστούς μιας άλλης θρησκείας και γίνονται ακόμα πιο ισχυρές, όταν αυτή η άλλη θρησκεία είναι εκείνη που εκδίωξε την παλιά, για να πάρει τη θέση της. Και να δεις, που δεν είναι μια θρησκεία εκδικητική, ούτε εμπαθής. Συγχώρεσε από την πρώτη στιγμή τους διώκτες της. Σέβεται τις νέες επιλογές και δεν επιχειρεί να επανέλθει στην ψυχή και την καρδιά των ανθρώπων. Περιμένει όμως την αποκατάσταση της λαβωμένης τιμής της. Περιμένει την ανακάλυψή της, γιατί πάλι την έχει ανάγκη ο κόσμος.
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΚΟ ΝΑ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ και να σημειώνει επιτεύγματα στην τεχνολογία. Είναι λάθος να δαιμονοποιούμε το νέο και να επικαλούμαστε φανατικά (καλύτερα θα ήταν να λέγαμε: υποκριτικά) το παλιό. Όταν δαιμονοποιούμε το νέο εμείς, μπαίνουν κάποιοι άλλοι στη λογική να δαιμονοποιούν το παλιό. Έτσι αφαιρείται η σοφία του και η γνώση, ο μικρός και ο μεγάλος θεός ξεπέφτουν στο επίπεδο ενός απλού φαντάσματος ή ενός δαίμονα που πρέπει να ξορκίσουμε. Όλο το θέμα είναι να παρακολουθούμε την εξέλιξη, να μετέχουμε σε αυτή, αλλά να μην καταστρέφουμε τον παλιό κόσμο, που πρέπει να μείνει απείραχτος, για ν’ ανακαλυφθεί ξανά, τότε που ο κόσμος θα τον έχει πάλι ανάγκη. Να μάθουμε να εκτιμούμε και να σεβόμαστε τους μικρούς θεούς που συντροφεύουν ακόμα τη ζωή των τελευταίων ξωμάχων μας. Είναι βέβαιο ότι κάτι θέλουν να πουν, κάτι που ξέρουν και δεν ξέρουμε, κάτι επιχειρούν να μας αποκαλύψουν και δεν είμαστε σε θέση να το ακούσουμε. Αν υπάρχει ένα ερώτημα που απαιτεί απάντηση, είναι «τι μας έχει συμβεί και δεν μπορούμε ν’ ακούσουμε τη φωνή τους».
ΣΤΟ ΑΝΤΙΦΕΓΓΙΣΜΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ που περπατάει στο πρόσωπό του, υπάρχει μια γλύκα και μια πραότητα. Το κρέας που βγήκε απ’ τη φωτιά ήταν το νοστιμότερο που έφαγα ποτέ. Δεν ήθελα να φύγουμε. Το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά και στους ήχους του τοπίου προστέθηκαν οι φωνές οι μυστικές. Ο Βασίλης κατάλαβε και καμώθηκε τον κουρασμένο, κατά τα μεσάνυχτα. «Αν σε άφηνα», μου είπε την άλλη μέρα, θα ήμασταν ακόμα εκεί».
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Μετά την έκδοση της 15ης Σεπτεμβρίου 2003 της «αναγγελίας», όπου δώσαμε την πρώτη πληροφορία για τον«Δαίμονα της Λαγκάδας», ήρθαν πολύ περισσότερες πληροφορίες, απ’ όσες είχαμε συλλέξει ως τότε. Για παράδειγμα, ένας αναγνώστης καταγόμενος από την περιοχή Λεπενούς, βλέποντας το σκίτσο απόρησε και είπε σε φίλο μας: «Μα, γιατί το δείχνει με τρίχες; Ο Δαίμονας της Λαγκάδας δεν είναι τριχωτός». Ένας άλλος φίλος έφερε ένα βιβλίο, που δεν γνωρίζαμε. Ένα βιβλίο, που μιλούσε για την «Κοίλη Γη» του Ιωάννη Γιαννόπουλου (Εκδόσεις Έσοπτρον», 2000). Εκεί βρήκαμε αμέτρητες πληροφορίες σχετικά με έναν υποχθόνιο κόσμο και από το βιβλίο αυτό (σελίδα 244) αναδημοσιεύουμε ένα σκίτσο, που μοιάζει καταπληκτικά με το σκίτσο του Δαίμονα της Λαγκάδας, που είχε φιλοτεχνήσει ο Χρήστος Παπανίκος, με βάση τις περιγραφές που του δώσαμε.
Το σκίτσο αυτό ανταποκρίνεται στην εκδοχή που θέλει τον«Δαίμονα» χωρίς τρίχες και με τράγινα πόδια. Διαβάζοντας το βιβλίο του Γιαννόπουλου θυμηθήκαμε δύο παλιά λαϊκά παραμύθια που είχαμε πολλά χρόνια πριν καταγράψει και δημοσιεύσαμε στον «αραμπά». Το πρώτο είναι «η ψείρα» (τεύχος 44, Φεβρουάριος 1996) και το άλλο είναι «το καλόπαιδο» (τεύχος 45, Μάρτιος 1996). Πρόκειται για δύο ιστορίες που μιλούν για τον Κάτω Κόσμο και τα βασίλεια της «Κοίλης Γης». Το θέμα έπαιρνε πλέον άλλες διαστάσεις και στις οποίες εμείς είχαμε φτάσει ανυποψίαστοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες