Μισογεμάτο το Αγγελοκαστρίτικο φεγγάρι. Και κάνει ζέστη.
Κάθομαι με τη μπύρα και το λάπτοπ στο μπαλκόνι. Το φεγγάρι βγήκε στην αρχή κίτρινο, πολύ κίτρινο, σαν μπακιρένιο γανωμένο ταψί. Ύστερα χλόμιασε κι αυτό. Με τούτη την κατάσταση τι περίμενες. Τώρα με κοιτάζει από ψηλά, άσπρο και κακόμοιρο σα φάντασμα. Κι εγώ που έγραφα στα ποιήματα πως είναι ασημένιο, τόσο έξω έπεσα.
Κάθομαι με τη μπύρα και το λάπτοπ πάνω απ’ το δρόμο στο μπαλκόνι σχεδόν αθέατος. Ακούω τηλεόραση μέσα απ’ το σπίτι. Την τηλεόραση να μην την βλέπεις. Άμα την ακούς χωρίς να βλέπεις, έχεις πάντα αρκετό χρόνο να σκεφτείς.
Κι από κάτω, ελαφρός άχαρος, κι ελαφρός ηλικιωμένος, με τα ψαρά μαλλιά του σαν σκεβρωμένος βαδίζει πάνω στο πλακόστρωτο. Δεν το βάζει κάτω τούτος ο εβδομηνταπεντάχρονος Αγγελοκαστρίτης. Δε μένει ποτέ κλεισμένος στο κουτί του «ρημαδιακού του» όπως λέει. Για όσο καιρό τον σηκώνουν τα πόδια του, θα βγαίνει για τη τσάρκα του. Να καλή ώρα όπως τώρα.
Αυτός ο πεζόδρομος που τώρα κυριαρχεί η ψευτοφαντασμαγορία των κάθε είδους μαγαζιών, ήτανε κάποτε ένα ρέμα. Και δεν υπήρχαν τότε ούτε ταβέρνες ούτε καφενεία ούτε φαγάδικα. Κύλαγε στη μέση του λίγο νερό, και πέταγαν στις άκρες του τα σκουπίδια και τα ξερά κλαδιά από τους κήπους. Και όταν φούσκωνε το ρέμα το Χειμώνα, τα νερά παρέσερναν τα πάντα, κι έτσι καθάριζε ο τόπος. Έτσι ακριβώς όπως κυλάει και χάνεται του χρόνου το ποτάμι.
Μισογεμάτο το Αγγελοκαστρίτικο φεγγάρι. Κάνει ζέστη, πρέπει να πίνεις τις μπύρες γρήγορα, γιατί γίνονται σούπα. Και το μυαλό μου γίνεται σούπα. Οι σκέψεις κολυμπάμε μέσα, που και που βγάζει καμιά το κεφάλι της να πάρει ανάσα, και κολλάει πάνω στην οθόνη. Ανάβω τσιγάρο. Ο καπνός ανεβαίνει σιγά να συναντήσει το φεγγάρι, κάπου στη διαδρομή χάνεται από τα μάτια μου, άλλη μια αποτυχημένη προσπάθεια να στείλω κάτι δικό μου εκεί πάνω.. Κάτι που να χει βγει από μέσα μου. Τραβάω άλλη μια τζούρα. Άιντε άλλη μια προσπάθεια ακόμα. Κάποια στιγμή θα φτάσουμε εκεί ψηλά, να κάνουμε το φεγγάρι λιγάκι πιο κίτρινο από τον καπνό μας. Να μην έχει αυτό το άσπρο, τρομακτικό χρώμα πια...
Μισογεμάτο το Αγγελοκαστρίτικο φεγγάρι. Το κουτάκι άδειασε, πάω να φέρω άλλο. Θα το πετάξω τούτο εδώ και ας μην πάει για ανακύκλωση. Έτσι κι αλλιώς σ’ αυτό τον τόπο οι ντενεκέδες διαιωνίζονται.
Καστρινός
Δημήτρη...εκεί μαζί σου...με μια μπύρα παγωμένη...ένα τσιγάρο...ίσως τώρα μπορέσουμε να στείλουμε κάτι δικό μας εκεί ψηλά...και ας κιτρινίζει το φεγγάρι...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλημέρα Ελενα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΤι κάνεις,όλα καλά;
Στην παγωμένη μπύρα μέσα είμαι αλλά στο τσιγάρο όχι κι ας στέλνει... σήματα
ψηλά μ' αυτό ο φίλος μου ο Καστρινός!