Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Προσκύνημα στη Μακρόνησο 27 Μάη 2012

«Με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα»…

Μια ανάρτηση από το μπλογκ του φίλου Οικοδόμου,ως ελάχιστο φόρο τιμής σ' αυτούς που θυσίασαν τα νιάτα τους και τις ζωές τους για μια Ελλάδα Λεύτερη και για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νέοι τη σύγχρονη ιστορία μας.
==
Όταν ήμουν μικρός συνήθιζα  να ρωτάω τον παππού μου για την εποχή που ήταν νέος, για τα πρώτα χρόνια του στη δουλειά, για τον ξενιτεμό με τα μπουλούκια των μαστόρων. Όταν είσαι παιδί διψάς για τις αφηγήσεις των μεγαλύτερων, τις ακούς σαν παραμύθι. Δεν ήταν εύκολο, ήθελε  προσπάθεια από τη μεριά μου για να του αποσπάσω κάποιες ιστορίες. Άλλες φορές τον ρωτούσα για την Αλβανία, για τις εμπειρίες του από το Μέτωπο. Δεν θυμάμαι να μιλούσε πολύ γι’ αυτά. Αυτό όμως που θυμάμαι έντονα και έκανα πολλά χρόνια για να το εξηγήσω, ήταν η άρνησή του να μου μιλήσει για τις «επισκέψεις» του   σε διάφορους τόπους εξορίας. Όταν τον ρωτούσα, ειδικά για την Μακρόνησο, σώπαινε και γύριζε το βλέμμα του αλλού.

Ήξερε τόσα γράμματα ίσα για να μπορεί να γράφει και να διαβάζει. Κυρίως το δεύτερο. Θυμάμαι, είχε μια μεγάλη ξύλινη βαλίτσα γεμάτη βιβλία, κάτω από το κρεβάτι του. Από εκεί κάποτε πήρα κρυφά ένα που εξιστορούσε τη μαρτυρική ζωή των εξόριστων στο κολαστήριο της Μακρονήσου. Ήταν τόσο γλαφυρή η περιγραφή των βασανιστηρίων που κάποια βράδια αργούσα να κοιμηθώ από την ένταση που «ζούσα» μέσα στις σελίδες του. Μαθητής δημοτικού σχολείου...


Τα χρόνια πέρασαν, εγώ μεγάλωνα, ο παππούς ταξίδεψε και κάποια στιγμή  ένοιωσα πως έχω ένα χρέος απέναντι σ’ αυτόν και μαζί στους χιλιάδες ακόμα αγωνιστές που πότισαν με τον ιδρώτα και το αίμα τους τα ξερά χώματα του αφιλόξενου αυτού νησιού. Να επισκεφτώ αυτόν τον τόπο και να προσκυνήσω τιμώντας την μνήμη τους. Για λόγους που κάποιες φορές ξεπερνούσαν τις δυνάμεις μου, αυτό πραγματοποιήθηκε μόλις προχτές.

Πριν λίγες βδομάδες τελείωσα το –παράλληλο- διάβασμα δυο σχετικών με το θέμα βιβλίων  (Γιώργης Πικρός: Το χρονικό της Μακρονήσου, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», 1989 (τέταρτη έκδοση) και Αντώνης Ι. Φλούντζης: Στο κολαστήριο της Μακρονήσου, εκδόσεις «Φιλιππότη», 1984), χωρίς να έχει ανακοινωθεί ακόμα η ημερομηνία για το χρονιάτικο προσκύνημα που διοργανώνει η ΠΕΚΑΜ. Μόλις το έμαθα είπα πως φέτος δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για αναβολή.

Οι μέρες περνούσαν αργά, μεγαλώνοντας την φόρτιση που με κυρίευσε απ’ όταν πήρα αυτήν την απόφαση. Στο μυαλό μου επέστρεφαν όσα είχα διαβάσει λίγο πριν και συγκρούονταν με την σημερινή κατάσταση. Συνειρμοί έπαιρναν διάφορα σχήματα, παραλληλισμοί ανθρώπινων ψυχών, αντοχών, αποφασιστικότητας, πίστης, αισιοδοξίας, θανάτου. Το βράδυ του Σαββάτου ξαναδιάβασα κάποια κεφάλαια από το βιβλίο του Πικρού μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

Νωρίς το πρωί της Κυριακής (27 Μάη) μπήκαμε σε ένα από τα λεωφορεία  των διοργανωτών με κατεύθυνση το Λαύριο. Στη διαδρομή μας μίλησε ένας άλλος παππούς από μέρους της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ. Κάποια συναγωνίστρια διάβασε ένα όμορφο ποίημα που έγραψε ένας  Μακρονησιώτης αγωνιστής που φέτος, απ’ ότι είπαν οι συναγωνιστές στο λεωφορείο, ήταν η πρώτη φορά που δεν συμμετείχε σ’ αυτό το ταξίδι. Είχε ξεκινήσει πρωτύτερα για το πιο μακρινό…

Φτάνοντας στο Λαύριο επιβιβαστήκαμε στο καράβι που θα μας μετέφερε απέναντι. Πολύς κόσμος. Τα καταστρώματα γεμάτα από κατάλευκα κεφάλια, γερμένα σώματα στηριγμένα στις μαγκουρίτσες τους, από οικογένειες με μικρά παιδιά που έκαναν φασαρία, από νέα, όμορφα κορίτσια και αγόρια που μιλούσαν και γελούσαν δυνατά. Κάποιοι συναντούσαν γνωστούς τους, είχαν ακριβώς έναν χρόνο να τους συναντήσουν,  άλλοι έσφιγγαν τα χέρια, αγκαλιάζονταν. Ανάμεσά μας και οι λίγοι εναπομείναντες επιζώντες, συγκινημένοι αλλά χαμογελαστοί. Παντού έβλεπες χαμόγελα ανθρώπων που λες και πήγαιναν σε γιορτή, ανθρώπων περήφανων για τους συναγωνιστές τους, για τους πατεράδες, για τους παππούδες τους.

Πρωτοαντικρίζοντας το ξερονήσι απ’ το καράβι, η καρδιά μου σφίχτηκε. Ένας κόμπος που δεν κατάλαβα από πού ξεφύτρωσε,  έκατσε στον λαιμό και τον πίεζε. Διέκρινα μακριά στις πλαγιές του κάποια σκόρπια κτίσματα, να στέκουν μουντά και γκρίζα, άδεια από ζωή, μελαγχολικά. Η ίδια μελαγχολία άρχισε να με κυριεύει καθώς η μνήμη μου ανακαλούσε ασπρόμαυρες φωτογραφίες με τα αντίσκηνα των εξορίστων και τις ομαδικές πόζες των αδυνατισμένων κορμιών τους που γέμιζαν το τοπίο. Αυτό, το ίδιο τοπίο που τώρα έστεκε απέναντί μου αδειανό από ανθρώπους, χωρίς ζωή, μα σπαρμένο από κόκαλα και ποτισμένο με τον ιδρώτα και το αίμα χιλιάδων ηρώων. Το ίδιο τοπίο που ο θάνατος ρίζωσε και δεν θα εγκαταλείψει ποτέ το μετερίζι του.

Το καράβι έπιασε στο υποτυπώδες λιμάνι, οι κάβοι έδεσαν και το πολύχρωμο πλήθος άρχισε να ξεχύνεται στην μικρή προκυμαία. Σχηματίστηκε μια πομπή προς το Μνημείο του Δεσμώτη Αγωνιστή, που βρισκόταν λίγες εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα. Μιλούσαμε μεταξύ μας χωρίς να γνωριζόμαστε.

«Είχατε κάποιον δικό σας εδώ;»
«Τον παππού μου, εσείς;»
«Τον αδερφό μου!»
«Εσείς;»
«Τον πατέρα μου!»

Ο ήλιος είχε ανέβει κιόλας ψηλά, άρχισε να καίει, η ζέστη δυνάμωνε. Τριγύρω δεν υπήρχαν δέντρα, ελάχιστα μόνο, ψηλότερα στην πλαγιά. Παντού θάμνοι αγκαθωτοί και θυμάρια. Η μυρωδιά του θυμαριού διάχυτη, έντονη, επιβλητική. Πάντα οι μυρωδιές αποτελούσαν τον ισχυρότερο δεσμό μου με τους τόπους που διατηρώ μνήμες. Του θυμαριού, το ξέρω,  θα μου θυμίζει από δω και πέρα τη Μακρόνησο.

Φτάσαμε στο Μνημείο. Ο κόσμος κατέκλυσε τον περιφραγμένο χώρο. Ένα ελαφρύ αεράκι ανέμιζε τις κόκκινες σημαίες με το σφυρί και το δρεπάνι, που κρατούσαν νεαρά χέρια. Λίγο πιο δίπλα, ανάμεσά μας, ήταν μια αντιπροσωπεία του ΚΚΕ, με επικεφαλής την Γραμματέα του. Πρώτος ομιλητής ο πρόεδρος της ΠΕΚΑΜ που συγκίνησε με το λόγο του και κάποιες αφηγήσεις αγωνιστών που διάβασε. Στη συνέχεια είπε λίγα λόγια –χωρίς γραπτό κείμενο- η Αλέκα. Λόγια απλά, ζεστά, ανθρώπινα. Για τους αγωνιστές-μάρτυρες της Μακρονήσου, για τους κομμουνιστές, για την ιστορία του λαού μας και του κόμματος, για τους αγώνες του τότε και του σήμερα. Άγγιξε τις καρδιές μας ο λόγος της, η άμεση επικοινωνία μας, χωρίς κάμερες και δημοσιογράφους. Δυο φοιτητές στη συνέχεια ανέλαβαν το προσκλητήριο των νεκρών ηρώων. Μετά από κάθε όνομα, άκουγες τις φωνές ηλικιωμένων συναγωνιστών: παρών! Αφού κρατήσαμε ενός λεπτού σιγή, και έγινε κατάθεση στεφάνων, η τελετή τελείωσε και ο κόσμος άρχισε να κατηφορίζει προς το σημείο  που θα συνεχιζόταν η εκδήλωση.

Μείναμε λίγο παραπίσω, περιμένοντας τον πολύ κόσμο να φύγει. Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά προς την ψηλόλιγνη φιγούρα του    Δεσμώτη Αγωνιστή που φορτωμένος με μια μεγάλη πέτρα στην πλάτη, αγνάντευε απέναντι στο Λαύριο, τη λευτεριά, τη ζωή, τυλιγμένος με αγκαθωτό σύρμα που όμως δεν κατάφερε ποτέ να φυλακίσει τα όνειρά του. Έσκυψα και χάιδεψα τη γη, παίρνοντας λίγο από το χώμα της στην τσέπη μου. Το πλήθος των επισκεπτών βρίσκονταν κιόλας στο χώρο του ΑΕΤΟ, όπου ένας Μακρονησιώτης κρατούμενος εξιστορούσε τη σφαγή των συνεξόριστών του, το 1948. Αντίθετα από το σημείο εκείνο, προς την κορυφή μιας από τις πλαγιές, αντίκρισα μια γνωστή –από φωτογραφίες-  ερειπωμένη φιγούρα, το ναό του Αγίου Αντωνίου. Πήραμε τον ανηφορικό χωματόδρομο. Στ’ αφτιά μας έφτανε από τα μεγάφωνα η συγκλονιστική αφήγηση του υπέργηρου συναγωνιστή.

Ένας μεγάλος επιβλητικός θόλος γεμάτος από ζωγραφισμένα αστέρια, δέσποζε στο κέντρο του κτίσματος, έχοντας αριστερά και δεξιά του σειρές από τσιμεντένιες κολώνες και σκαλοπάτια. Κάτω ακριβώς από το κέντρο του θόλου, στεκόταν ακόμα όρθια, μισογκρεμισμένη η τράπεζα του ιερού του ναού. Πόσα κηρύγματα «αγάπης» να άκουσαν άραγε οι ήρωες αγωνιστές στον χώρο αυτού του ναού, από χείλη ιερέων και αξιωματικών που πάσχιζαν για την «αναμόρφωσή» τους… Κηρύγματα «αγάπης» για τον συνάνθρωπο, για τον Θεό και την πατρίδα, από ανθρωπόμορφα τέρατα-βασανιστές και ιερείς-υποκριτές που ποτέ δεν έμαθαν τι θα πει αγάπη για τον Άνθρωπο.

Περπατούσα αργά ανάμεσα στις κολώνες από οπλισμένο σκυρόδεμα, παρατηρώντας τα σημάδια που κουβαλούσαν από την άνιση μάχη τους με την αδιαφορία των ανθρώπων και το χρόνο. Οι σοβάδες είχαν ξεκολλήσει σε πολλές μεριές και είχαν πέσει στο έδαφος, αποκαλύπτοντας τον σιδερένιο οπλισμό. Η διάβρωση έχει αλλοιώσει τα σίδερα, αδυνάτισαν τα τσέρκια, τρίβεται η σκουριά στο άγγιγμα του χεριού. Κι όμως κάποτε, αυτά τα σίδερα έλαμπαν μόλις βγήκαν απ’ το χυτήριο. Ταξίδεψαν μέχρι το Λαύριο με φορτηγά, μπήκαν στο καράβι κι έφτασαν στο νησί. Χέρια οικοδόμων εξόριστων τα λύγισαν, τα έφτιαξαν τσέρκια, τα έδεσαν με σύρμα, τα έκλεισαν στα καλούπια τους.

Πιάνω τους αποκολλημένους σοβάδες, τα κομμάτια από μπετόν, παρατηρώ τη σύνθεσή τους. Διακρίνω τους κόκκους της άμμου, τα χαλίκια, το γκρίζο τσιμέντο. Προσπαθώ να τα τρίψω μεταξύ τους. Αντιστέκονται. Οι «εχθροί της πατρίδας»  έχτισαν τους σύγχρονους –τότε- «Παρθενώνες», γερούς, ν’ αντέχουν στο χρόνο. Ως πότε άραγε;

Προχωράμε στον περίβολο του ναού. Στα πόδια μας απλώνεται όλη σχεδόν η πλευρά του νησιού που στέκεται αντικριστά στο Λαύριο. Το βλέμμα σαρώνει το τοπίο. Παντού πέτρα, αγκάθια, θυμάρι και πέτρα.

Κατηφορίσαμε περπατώντας ανάμεσα στους θάμνους και τα θυμάρια. Παντού κοπριές κατσικιών, φυσίγγια κυνηγιού, πλαστικά μπουκάλια, σκουπίδια, εγκατάλειψη… Φτάσαμε στο κτίριο των αρτοκλιβάνων. Εδώ μέσα κάποτε ψήνονταν το ψωμί που  έτρωγαν οι εξόριστοι. Δεν χόρτασαν  βέβαια ποτέ το ψωμάκι, ούτε λόγος για φρέσκο ή ζεστό… η «αναμόρφωση» απαιτούσε σκληραγώγηση…

Στους τοίχους του κτιρίου κρεμασμένες πολλές φωτογραφίες από τη ζωή των εξόριστων στο νησί του μαρτυρίου. Ο κόσμος περνούσε μπροστά τους και κοίταζε, κάποια παιδιά ρωτούσαν να μάθουν, κάποιοι κοίταζαν προσεκτικά, κάποιοι άλλοι σκούπιζαν τα δάκρυά τους. Σε μια διπλανή αίθουσα ο λεβεντόκορμος Μακρονησιώτης αγωνιστής εικαστικός Γιώργος Φαρσακίδης, εξηγούσε όρθιος σε ένα σμάρι λαίμαργων ακροατών  λεπτομέρειες για τα έργα του που κοσμούσαν τους τοίχους, με θέματα τα βασανιστήρια των εξορίστων. Ανάμεσα στο ακροατήριο ήταν και μια γνωστή φυσιογνωμία, που ένοιωσα έκπληξη και συγκίνηση αντικρίζοντάς την. Ο παλιός θρυλικός δήμαρχος της Καισαριανής, Παναγιώτης Μακρής, υποβασταζόμενος από τον Σπύρο Χαλβατζή. Οι νεότεροι κρεμόμασταν από τα χείλη τους, από το σπινθηροβόλο βλέμμα τους, απ’ την ανάσα τους. Ρουφούσαμε πολύτιμες, ζωογόνες σταγόνες ιστορικής μνήμης, παίρναμε δύναμη και κουράγιο για να αντέξουμε τις σημερινές δυσκολίες της ζωής.

Ένα άλλο πηγαδάκι λίγο πιο πέρα, είχε στο κέντρο του τη Γραμματέα του ΚΚΕ. Συνομιλούσε με νέους ανθρώπους, απαντούσε στις ερωτήσεις τους, άκουγε τις απορίες ή τις διαφωνίες τους και τις συζητούσε μαζί τους. Με λόγια απλά και καθημερινά, όπως μιλάει η μάνα στα παιδιά της, ο αδερφός στην αδερφή, όπως μιλάμε στην οικογένειά μας, με τις εντάσεις, τις διαφωνίες, μα πάνω απ’ όλα με αγάπη για την οικογένεια. Όπως μιλάνε οι κομμουνιστές, με αγάπη για τον Άνθρωπο…

Εκείνος ο κόμπος συνέχιζε να πιέζει το λαιμό. Βγήκαμε στον προαύλιο χώρο του κτιρίου για λίγο καθαρό αέρα. Η ζέστη είχε γίνει σχεδόν αφόρητη. Είπαμε να κατεβούμε μέχρι την ακροθαλασσιά. Μέχρι τη μία που θα έπρεπε να μπούμε στο καράβι, είχαμε περίπου μιάμιση ώρα. Περπατώντας σ’ ένα υποτυπώδες μονοπάτι πρόσεξα το φημισμένο ψηφιδωτό με τα αρχικά «ΑΕΤΟ», από λευκά και μαύρα βότσαλα. Γνωστό κι αυτό από τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Διατηρημένο σε άριστη σχεδόν κατάσταση, σαν να φτιάχτηκε χτες. Λίγο πιο κάτω, τα απομεινάρια του σταδίου του ΑΕΤΟ, όπου γίνονταν οι αθλητικές εκδηλώσεις του Τάγματος. Χαρακτηριστική η χτισμένη από πέτρα και τούβλα αψίδα, που στέκει ακόμα αγέρωχη κόντρα στον καιρό, να μας θυμίζει τη μεγαλομανία του καθεστώτος. Αντιγραφή της αψίδας του Καλλιμάρμαρου σταδίου της Αθήνας…

Τριγύρω παντού ερείπια. Γκρεμισμένοι πέτρινοι τοίχοι, σακατεμένα τούβλινα τοιχάκια, κολωνάκια από μπετόν. Ατέλειωτοι σωροί από κατεστραμμένα οικοδομικά υλικά που είχαν αποτυπωμένα πάνω τους τα σημάδια της φθοράς του χρόνου, μα και σημάδια πόνου, φρίκης, θανάτου. Σήκωνα τα τούβλα, τα έσφιγγα στα χέρια μου, έτριβα τα υπολείμματα της σαθρής λάσπης που παράσερνε το ελαφρύ αεράκι. Όταν η αγωνία για να βγει το μεροκάματο, έχει γίνει ένα με το πετσί σου τόσα χρόνια, το μυαλό σου φτάνει στους εξόριστους συναδέλφους οικοδόμους την ώρα που έχτιζαν αυτά τα τούβλα. Όταν ο ιδρώτας χώνονταν στα μάτια και πλημμύριζε το κορμί. Όταν αναμετρούνταν με τον βοριά, με τον καύσωνα, τη βροχή, την παγωνιά. Με το μυστρί και το σφυρί στο χέρι.

Όταν  τη δουλειά και την κούραση της μέρας συνόδευε το μαστίγιο, το ρόπαλο, ο πόνος, η ψυχολογική βία, το αίμα. Όταν δεν ακολουθούσε ένα πιάτο ζεστό φαΐ και ένας μεσημεριανός ύπνος για ξεκούραση, αλλά μια ακόμα αγγαρεία, ένα ακόμα βασανιστήριο. Κι όμως, από τα χέρια τους ξεφύτρωσε ζωή, η τέχνη τους ομόρφυνε αυτό το αφιλόξενο σκληρό τοπίο. Τα κτίσματα πήραν κι απ’ τη δική τους μορφή, κομμάτια απ’ την ψυχή των εξόριστων αγωνιστών.

Φτάσαμε στην ακροθαλασσιά. Ένα μικρό αεράκι απάλυνε λίγο την κάψα του ήλιου. Το κύμα έρχονταν σιγανά κι  ακουμπούσε στα κοφτερά βράχια, κυλούσε ανάμεσά τους, έμπαινε στο νησί και γύριζε βιαστικά προς τα πίσω. Καθιστός σε ένα βράχο, αγνάντευα το Λαύριο έχοντας στην πλάτη μου χιλιάδες τόνους πέτρας και γύρω παντού διάχυτη την μεθυστική μυρωδιά του θυμαριού. Μου έρχονταν στο μυαλό ασταμάτητα,  εικόνες από τις διηγήσεις των εξόριστων. Έφταναν στ’ αυτιά μου οι ήχοι από τα μαστίγια που σφύριζαν διαγράφοντας την τροχιά τους, οι γδούποι από τα ρόπαλα πάνω στα σπασμένα κόκαλα των αγίων, τα βογγητά των βασανισμένων  ανακατεμένα με τις λαχανιασμένες βρωμερές ανάσες των βασανιστών τους. Μύριζα τον ιδρώτα πάνω στα λερωμένα ρούχα τους, τον ανακατεμένο με χώμα και αλάτι. Το αίμα που έσταζε σε κάθε βήμα και πότιζε το ξερό χώμα στο διάβα τους. Ένοιωθα  την έντονη μυρωδιά του θανάτου.

Έσκυψα κι ακούμπησα ένα κόκκινο γαρύφαλλο πάνω στα βράχια, μαζί και μια υπόσχεση.

Γύρισα τα μάτια μου προς το νησί. Πάνω στις πλαγιές είδα στημένα ξανά εκείνα τ’ αντίσκηνα, σε ευθείες γραμμές όπως στις παλιές φωτογραφίες. Κι ανάμεσά τους τα  τσακισμένα κορμιά των εξόριστων που στέκονταν περήφανα όρθιοι. Είχαν σηκώσει τα χέρια τους και τα κουνούσαν αργά σαν να με χαιρετούσαν. Είδα  στα πρόσωπά τους να φεγγοβολά ένα χαμόγελο και από τα μάτια τους να βγαίνει μια λάμψη. Κουνούσαν τα χείλη τους σαν να προσπαθούσαν κάτι να μου πουν.

 Έσκυψα σιγά για ν’ ακούσω: «Μη μας ξεχάσετε»…































































http://e-oikodomos.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για πες