Ορέ δεν έμεινε τίποτα όρθιο σου λέω.
Και κάθε μέρα όλο και κάτι χάνεται. Καλά… τα λεφτά χαθήκανε από καιρό μαζί με το φιλότιμο των πολιτικών. Εκείνες οι ξεφτιλισμένες οι Αλκυονίδες μέρες του Γενάρη που ζέσταιναν τέτοια εποχή λιγάκι το κοκαλάκι μας, φέτος γιατί χαθήκανε κι αυτές; Μαζί με τις όποιες αντοχές μας, τη ψυχραιμία μας, και το καυστήρα του καλοριφέρ; Έλα να σε φιλοξενήσω ένα βράδυ στην ΄΄Αλάσκα μου’’ και ύστερα τα ξαναλέμε. « Δώσε ρε φίλε λίγο έστω πετρέλαιο κι όταν μαζέψουμε θα πληρωθείς. Δώδεκα χρόνια από σένα παίρνουμε ,» Όχι αδερφέ ο βερεσές κομμένος. Στο Βενιζέλο πως τα’ ακούμπησες.
Κατέβασα καντήλια και καντήλια κάθε βράδυ μήπως με τούτα ζεσταθώ. Σωρό καντήλια, στο διαχειριστή ,στο βεντζινά και στους συγκάτοικους που δεν πληρώνουνε, μα πάλι τίποτα. Κι έχω και τη κυρά που μουρμουρίζει πάνω απ’ το κεφάλι μου : « Μη βρίζεις ρε άνθρωπε υπάρχουν και χειρότερα» Ναι υπάρχουν, αλλά υπάρχουν και καλύτερα. Γιατί δε λες ποτέ γι’ αυτά;
Κατάλαβες τώρα φίλε γιατί έχω καιρό να γράψω. Κάτω απ΄το πάπλωμα το λάπτοπ δε βολεύει. Κρύο ρε φίλε, κάθε βράδυ, τόσο που δε μπορώ ούτε να κοιμηθώ. Και να μετράω κάθε βράδυ λάθη, παραλείψεις, τύψεις, ενοχές, χρέη, τόκους και μεροκάματα απλήρωτα σαν προβατάκια που μετράνε λέει, ο ύπνος να με πάρει, κι αυτά να γίνονται κριάρια και τραγιά με κέρατα στριφτά να με κουντράνε.
Μετράω και ξαναμετράω ερωτήματα, ανασύρω στιγμές, αποφάσεις, σταυροδρόμια που τράβηξα για κάλπες, δεξιά στους δυο μεγάλους τάχα για ασφάλεια και όχι αριστερά, όχι μεγάλα στη ζωή μου που δεν είπα, στιγμές και ερινύες που αιωρούνται τώρα ακίνητες.
Κουνήσου, γαμώ το ρολόι σου. Κουνήσου, μπας κι αλλάξει τίποτα, κουνήσου, να βγει τουλάχιστον ο ήλιος, κουνήσου η μέρα να φανεί. Κουνήσου, μέχρι να ’ρθει η άνοιξη.
ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΑΝΟΙΞΗ;
Κώστας Μπούτιβας (Καστρινός)
Και κάθε μέρα όλο και κάτι χάνεται. Καλά… τα λεφτά χαθήκανε από καιρό μαζί με το φιλότιμο των πολιτικών. Εκείνες οι ξεφτιλισμένες οι Αλκυονίδες μέρες του Γενάρη που ζέσταιναν τέτοια εποχή λιγάκι το κοκαλάκι μας, φέτος γιατί χαθήκανε κι αυτές; Μαζί με τις όποιες αντοχές μας, τη ψυχραιμία μας, και το καυστήρα του καλοριφέρ; Έλα να σε φιλοξενήσω ένα βράδυ στην ΄΄Αλάσκα μου’’ και ύστερα τα ξαναλέμε. « Δώσε ρε φίλε λίγο έστω πετρέλαιο κι όταν μαζέψουμε θα πληρωθείς. Δώδεκα χρόνια από σένα παίρνουμε ,» Όχι αδερφέ ο βερεσές κομμένος. Στο Βενιζέλο πως τα’ ακούμπησες.
Κατέβασα καντήλια και καντήλια κάθε βράδυ μήπως με τούτα ζεσταθώ. Σωρό καντήλια, στο διαχειριστή ,στο βεντζινά και στους συγκάτοικους που δεν πληρώνουνε, μα πάλι τίποτα. Κι έχω και τη κυρά που μουρμουρίζει πάνω απ’ το κεφάλι μου : « Μη βρίζεις ρε άνθρωπε υπάρχουν και χειρότερα» Ναι υπάρχουν, αλλά υπάρχουν και καλύτερα. Γιατί δε λες ποτέ γι’ αυτά;
Κατάλαβες τώρα φίλε γιατί έχω καιρό να γράψω. Κάτω απ΄το πάπλωμα το λάπτοπ δε βολεύει. Κρύο ρε φίλε, κάθε βράδυ, τόσο που δε μπορώ ούτε να κοιμηθώ. Και να μετράω κάθε βράδυ λάθη, παραλείψεις, τύψεις, ενοχές, χρέη, τόκους και μεροκάματα απλήρωτα σαν προβατάκια που μετράνε λέει, ο ύπνος να με πάρει, κι αυτά να γίνονται κριάρια και τραγιά με κέρατα στριφτά να με κουντράνε.
Μετράω και ξαναμετράω ερωτήματα, ανασύρω στιγμές, αποφάσεις, σταυροδρόμια που τράβηξα για κάλπες, δεξιά στους δυο μεγάλους τάχα για ασφάλεια και όχι αριστερά, όχι μεγάλα στη ζωή μου που δεν είπα, στιγμές και ερινύες που αιωρούνται τώρα ακίνητες.
Κουνήσου, γαμώ το ρολόι σου. Κουνήσου, μπας κι αλλάξει τίποτα, κουνήσου, να βγει τουλάχιστον ο ήλιος, κουνήσου η μέρα να φανεί. Κουνήσου, μέχρι να ’ρθει η άνοιξη.
ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΑΝΟΙΞΗ;
Κώστας Μπούτιβας (Καστρινός)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες