της Λιάνας Κανέλλη
Αυτές τις ημερολογιακώς όντως άγιες μέρες, άγιες γιατί στο φθαρτό μας σώμα προστίθεται μια ακόμη χρονιά, λόγος όμως ένα προς ένα με τη ζωή αυτήν καθ' αυτήν, μόνον οι αθώοι και οι αποκτηνωμένοι περνάνε καλά. Οι υπόλοιποι μετράμε δυνάμεις, επαναπροσδιορισμούς πορείας, αλλά και ...εφορίας, πάνω σε μουντζουρωμένους χάρτες της σκληρής πραγματικότητας.
Οχι σύντροφοι, δε μιλάω τέτοιες μέρες για κανένα κυνήγι θησαυρού. Το ενάντιο με περνάει στη νέα χρονιά της παμπάλαιης συνέχειας του χρόνου. Είναι η απέλπιδα προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου, μ' ανοιχτά όμως τα μάτια, ορθάνοιχτα, πως το γύρισμα δεν είναι μονάχα στο καλαντάρι που κόβει τα βάσανα σε μέρες, τη χαρά σε φέτες, την αρρώστια, τη δουλειά, τις αγάπες και τις μάχες σε ώρες και στιγμές με νουμεράκια που σημαδεύουν το υποκειμενικό πεπερασμένο άπειρο σε «σημαδιακές» ημερομηνίες.
Να πειστώ και να πείσω πως, συμβολικά έστω, η νέα χρονιά θα φέρει τούμπα τ' άδικο που λέει και το τραγούδι, θα διαλύσει τα σκοτάδια του νου. Να, που κάτι η γενική κάτι η ειδική κουλτούρα μας, πέρασε μέσα απ' το υφάδι της ελπίδας, της ίδιας δηλαδή της αγωνιστικής του ανθρώπου φύσης, τη φιλοδοξία να ξημερώσουμε ξαπλωμένοι στο κέρας της Αμάλθειας. Με καλυμμένες τις ανάγκες του καθενός, κι αμολημένα λεύτερα τα όνειρά του για να τελειώσει τη ζωή του όπως την μπόρεσε καλύτερα κι όπως του προσφέρθηκε, δηλαδή σα θαύμα.
Οι σκέψεις της κάθε πρωτοχρονιάς είναι τελικά μύχιες. Γίνονται μονάχα χάρις των άλλων γύρω μας και της υποχρεωτικής γιορτής, ξόρκι της ωραίας και μοιραίας περισυλλογής. Είναι σκέψεις συνειδητοποίησης της πιο μυστήριας και πιο χειραγωγημένης έννοιας του βίου μας, του Χρόνου. Του πανάρχαιου Κρόνου που τρώει τα παιδιά του και κείνα ζουν κι αντριεύουν και θεριεύουν προσπαθώντας να δαμάσουν το φόβο και τη γνώση του πεπερασμένου.
Πάνε χρόνια πολλά που επινόησα ένα νοητικό παιχνίδι, το ταπεινό μου δώρο φέτος απ' αυτή τη στήλη σ' όλους τους συντρόφους, ακόμη κι αυτούς που δεν την βλέπουν, για να κερδίζω κάθε πρωτοχρονιά ανεμολάμνοντας κόντρα στη φθορά του χρόνου. Το λοιπόν:
Κοιτάζω ή καλύτερα θωρώ τη ζωή της χρονιάς που πέρασε, σα μια μεγάλη σκακιέρα. Τη βλέπω διαγώνια. Ωσάν τα πιόνια άσπρα και μαύρα να είναι όλα δικά μου κι ο αντίπαλος Κρόνος να τα ρουφάει από κάπου ψηλά, από κει που δεν τον βλέπω, από κει που τον ξέρω και δεν τον ξέρω συνάμα. Δε μετράω. Απ' την είσοδο στην ενήλικη ζωή προαπαιτούμενο για να παίξεις είναι να ξέρεις από ποια γωνιά διαλέγεις να κοιτάς την παρτίδα με το χάρο. Κάθομαι λοιπόν και μετράω. Πόσα πιόνια λείπουν, αλλά κυρίως ποια και φέτος. Δε γίνεται να παίζεις το παιχνίδι της ζωής με αντίπαλο το χρόνο και να μην έχεις θυσίες κι απώλειες, νίκες και ήττες. Καμιά φορά τη σκακιέρα την αφήνω στο νου να στριφογυρίζει σα σβούρα παιδική ή και σαν πέτρα που σβουρίζεται με δύναμη στη θάλασσα ή και κατακούτελα στον οχτρό. Είναι τόσο μαλακιά σαν εικόνα. Λάστιχο και ζυμάρι κι η σκακιέρα μου γίνεται πότε σα σουραύλι, πότε σχεδόν στρογγυλή, αλλά πάντα μένει εκεί με ευδιάκριτα τα 64 τετράγωνά της και τα πιόνια της άσπρα και μαύρα, ποτέ όλα μαζί στην ακίνητη θέση της έναρξης της ζωής.
Μετράω. Πόσα λείπουν. Τι αξία είχαν κι έχουν για τη συνέχιση του παιχνιδιού αυτά που έχασα κι αυτά που κράτησα και στον άσπρο και στο μαύρο παίκτη εαυτό μου. Σε ποιες θέσεις βρίσκονται. Τι μπορούν και τι υπόσχονται αν όσα απέμειναν τώρα συνεχίσουν να παλεύουν. Η παρτίδα με κρατάει ζωντανή. Μπορεί ανά πάσα στιγμή και πρωτοχρονιά να χαθεί ή να κερδηθεί. Μ' όσα πιόνια απέμειναν. Ερασιτέχνης σκακιστής, αλλά επαγγελματίας θαυμαστής της μάχης, φανατικός όσο και οι ποιητές κι απρόβλεπτος σαν τη θάλασσα σκέφτομαι πως είναι ο άνθρωπος ορατός τε και αόρατος όταν κι όσο ζει. Και τότε η παρτίδα είναι μπρος και ποτέ πίσω μου. Παίζω, και μεγαλώνω, και δαμάζω το χρόνο κάνοντας τελικά το μόνο που μπορώ. Να τον δαμάζω καταβάλλοντας το τίμημα της φθοράς, αλλά αποφασίζοντας να επιλέγω το μήκος, το βάρος, το εύρος και την αντοχή των επιλεγμένων ανά στιγμή κινήσεων. Δεν μπορώ να μη γερνάω. Αλλά μπορώ να προσπαθώ να γερνάω καλά, δηλαδή όπως θέλω. Κι όσο παίζω, η νιότη μου δεν είναι ανάμνηση αλλά η εμπειρία και τα πυρομαχικά της ζωής. Μην αναζητήσετε στρατηγικές κι άλλες σκέψεις στην χρονοσκακιέρα της πρωτοχρονιάς μου. Παιχνίδι είναι του μυαλού από καρδιάς δοσμένο. Καλά κι ανθεκτικά χρόνια να 'χουμε να μένουμε στο παιχνίδι ο ένας μετά τον άλλο κι όλοι μαζί για όσους ήταν κι όσους είναι κι όσους θα 'ρθουν συμπαίκτες μας στη ζωή.
Αυτές τις ημερολογιακώς όντως άγιες μέρες, άγιες γιατί στο φθαρτό μας σώμα προστίθεται μια ακόμη χρονιά, λόγος όμως ένα προς ένα με τη ζωή αυτήν καθ' αυτήν, μόνον οι αθώοι και οι αποκτηνωμένοι περνάνε καλά. Οι υπόλοιποι μετράμε δυνάμεις, επαναπροσδιορισμούς πορείας, αλλά και ...εφορίας, πάνω σε μουντζουρωμένους χάρτες της σκληρής πραγματικότητας.
Οχι σύντροφοι, δε μιλάω τέτοιες μέρες για κανένα κυνήγι θησαυρού. Το ενάντιο με περνάει στη νέα χρονιά της παμπάλαιης συνέχειας του χρόνου. Είναι η απέλπιδα προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου, μ' ανοιχτά όμως τα μάτια, ορθάνοιχτα, πως το γύρισμα δεν είναι μονάχα στο καλαντάρι που κόβει τα βάσανα σε μέρες, τη χαρά σε φέτες, την αρρώστια, τη δουλειά, τις αγάπες και τις μάχες σε ώρες και στιγμές με νουμεράκια που σημαδεύουν το υποκειμενικό πεπερασμένο άπειρο σε «σημαδιακές» ημερομηνίες.
Να πειστώ και να πείσω πως, συμβολικά έστω, η νέα χρονιά θα φέρει τούμπα τ' άδικο που λέει και το τραγούδι, θα διαλύσει τα σκοτάδια του νου. Να, που κάτι η γενική κάτι η ειδική κουλτούρα μας, πέρασε μέσα απ' το υφάδι της ελπίδας, της ίδιας δηλαδή της αγωνιστικής του ανθρώπου φύσης, τη φιλοδοξία να ξημερώσουμε ξαπλωμένοι στο κέρας της Αμάλθειας. Με καλυμμένες τις ανάγκες του καθενός, κι αμολημένα λεύτερα τα όνειρά του για να τελειώσει τη ζωή του όπως την μπόρεσε καλύτερα κι όπως του προσφέρθηκε, δηλαδή σα θαύμα.
Οι σκέψεις της κάθε πρωτοχρονιάς είναι τελικά μύχιες. Γίνονται μονάχα χάρις των άλλων γύρω μας και της υποχρεωτικής γιορτής, ξόρκι της ωραίας και μοιραίας περισυλλογής. Είναι σκέψεις συνειδητοποίησης της πιο μυστήριας και πιο χειραγωγημένης έννοιας του βίου μας, του Χρόνου. Του πανάρχαιου Κρόνου που τρώει τα παιδιά του και κείνα ζουν κι αντριεύουν και θεριεύουν προσπαθώντας να δαμάσουν το φόβο και τη γνώση του πεπερασμένου.
Πάνε χρόνια πολλά που επινόησα ένα νοητικό παιχνίδι, το ταπεινό μου δώρο φέτος απ' αυτή τη στήλη σ' όλους τους συντρόφους, ακόμη κι αυτούς που δεν την βλέπουν, για να κερδίζω κάθε πρωτοχρονιά ανεμολάμνοντας κόντρα στη φθορά του χρόνου. Το λοιπόν:
Κοιτάζω ή καλύτερα θωρώ τη ζωή της χρονιάς που πέρασε, σα μια μεγάλη σκακιέρα. Τη βλέπω διαγώνια. Ωσάν τα πιόνια άσπρα και μαύρα να είναι όλα δικά μου κι ο αντίπαλος Κρόνος να τα ρουφάει από κάπου ψηλά, από κει που δεν τον βλέπω, από κει που τον ξέρω και δεν τον ξέρω συνάμα. Δε μετράω. Απ' την είσοδο στην ενήλικη ζωή προαπαιτούμενο για να παίξεις είναι να ξέρεις από ποια γωνιά διαλέγεις να κοιτάς την παρτίδα με το χάρο. Κάθομαι λοιπόν και μετράω. Πόσα πιόνια λείπουν, αλλά κυρίως ποια και φέτος. Δε γίνεται να παίζεις το παιχνίδι της ζωής με αντίπαλο το χρόνο και να μην έχεις θυσίες κι απώλειες, νίκες και ήττες. Καμιά φορά τη σκακιέρα την αφήνω στο νου να στριφογυρίζει σα σβούρα παιδική ή και σαν πέτρα που σβουρίζεται με δύναμη στη θάλασσα ή και κατακούτελα στον οχτρό. Είναι τόσο μαλακιά σαν εικόνα. Λάστιχο και ζυμάρι κι η σκακιέρα μου γίνεται πότε σα σουραύλι, πότε σχεδόν στρογγυλή, αλλά πάντα μένει εκεί με ευδιάκριτα τα 64 τετράγωνά της και τα πιόνια της άσπρα και μαύρα, ποτέ όλα μαζί στην ακίνητη θέση της έναρξης της ζωής.
Μετράω. Πόσα λείπουν. Τι αξία είχαν κι έχουν για τη συνέχιση του παιχνιδιού αυτά που έχασα κι αυτά που κράτησα και στον άσπρο και στο μαύρο παίκτη εαυτό μου. Σε ποιες θέσεις βρίσκονται. Τι μπορούν και τι υπόσχονται αν όσα απέμειναν τώρα συνεχίσουν να παλεύουν. Η παρτίδα με κρατάει ζωντανή. Μπορεί ανά πάσα στιγμή και πρωτοχρονιά να χαθεί ή να κερδηθεί. Μ' όσα πιόνια απέμειναν. Ερασιτέχνης σκακιστής, αλλά επαγγελματίας θαυμαστής της μάχης, φανατικός όσο και οι ποιητές κι απρόβλεπτος σαν τη θάλασσα σκέφτομαι πως είναι ο άνθρωπος ορατός τε και αόρατος όταν κι όσο ζει. Και τότε η παρτίδα είναι μπρος και ποτέ πίσω μου. Παίζω, και μεγαλώνω, και δαμάζω το χρόνο κάνοντας τελικά το μόνο που μπορώ. Να τον δαμάζω καταβάλλοντας το τίμημα της φθοράς, αλλά αποφασίζοντας να επιλέγω το μήκος, το βάρος, το εύρος και την αντοχή των επιλεγμένων ανά στιγμή κινήσεων. Δεν μπορώ να μη γερνάω. Αλλά μπορώ να προσπαθώ να γερνάω καλά, δηλαδή όπως θέλω. Κι όσο παίζω, η νιότη μου δεν είναι ανάμνηση αλλά η εμπειρία και τα πυρομαχικά της ζωής. Μην αναζητήσετε στρατηγικές κι άλλες σκέψεις στην χρονοσκακιέρα της πρωτοχρονιάς μου. Παιχνίδι είναι του μυαλού από καρδιάς δοσμένο. Καλά κι ανθεκτικά χρόνια να 'χουμε να μένουμε στο παιχνίδι ο ένας μετά τον άλλο κι όλοι μαζί για όσους ήταν κι όσους είναι κι όσους θα 'ρθουν συμπαίκτες μας στη ζωή.
Καλά, είναι η μόνη που έμεινε στον...χώρο να εξακολουθεί να με εμπνέει!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑλλά δυστυχώς ένας κούκος δεν φέρνει Ανοιξη και για να γυρίσει ο Ήλιος θέλει δουλειά πολύ...που δεν βγαίνει από κάποια κουρασμένα παλικάρια δυστυχώς...
Με το καλό Δημήτρη μου να συνεχίσουμε εμείς κι όπου μας βγάλει...
Φιλιά στην Σταυρούλα σου και το μωράκι σας.
ΕΧΕΙ ΤΟ ΘΡΑΣΟΣ Η ΚΑΝΕΛΗ ΝΑ ΒΓΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΔΙΑΧΩΡΕΙΖΕΙ ΤΑΧΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ; ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ Ο ΛΑΟΣ ΤΗΝ ΕΚΛΑΜΒΑΝΕΙ ΩΣ ΑΠΥΘΜΕΝΗ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑ. ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΓΙΝΕ ΒΟΛΕΥΤΗΣ;(ΤΟ ΛΑΘΟΣ ΕΝΑΙ ΣΚΟΠΙΜΟ). ΠΟΤΕ ΑΝΤΙΛΗΦΘΗΚΕ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΓΑΛΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΨΩΜΙΟΥ; ΠΟΤΕ ΔΙΑΦΩΝΗΣΕ ΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΛΑΒΕΣ ΤΩΝ ΕΘΝΟΠΑΤΕΡΩΝ;ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ; ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΠΑΖΛ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΟΑΣ. ΘΥΜΗΘΗΚΕ ΑΡΓΑ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΚΗΡΥΞΕΙ . ΔΕ ΘΑ ΑΠΟΦΥΓΕΙ ΤΟ ΓΙΑΟΥΡΤΩΜΑ ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ. Ο ΛΑΟΣ ΔΕΝ ΤΡΩΕΙ ΚΟΥΤΟΧΟΡΤΟ ΟΠΩΣ Η ΙΔΙΑ ΝΟΜΙΖΕΙ . ΚΑΛΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΝΑ ΒΑΛΟΥΝ ΤΗΝ ΟΥΡΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΑ ΣΚΕΛΗ ΤΟΥΣ , ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΟΥΝ ΤΑ ΑΧΡΕΩΣΤΗΤΩΣ ΕΙΣΠΡΑΧΘΕΝΤΑ ΚΑΙ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΟΥΝ ΑΠΟ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ . ΜΗΝ ΑΠΟΘΡΑΣΥΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΟΣΟΣΤΑ ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΔΙΝΟΥΝ ΤΑ ΓΚΑΛΟΠ. ΚΑΙ ΕΓΩ ΣΕ ΜΙΑ ΔΗΜΟΣΚΟΠΗΣΗ ΨΗΦΙΣΑ ΓΙΑ ΠΛΑΚΑ ΣΥΝ ...!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή