γράφει ο Γιώργος Κόλλιας, πρώην Πρόεδρος Κοινότητας Βαρνάβα
6 Αυγούστου 2011
Είναι πρωί κι ανηφορίζω στο Μαύρο Βουνό του Γραμματικού.
Όχι σήμερα δεν πάω για τον ΧΥΤΑ.
Σήμερα ένοιωσα την ανάγκη να πάω στο σημείο της αεροπορικής τραγωδίας.
Μόνος μου.
Χωρίς να είναι μέρα «εκδήλωσης μνήμης», χωρίς παπάδες, χωρίς συγγενείς θυμάτων, χωρίς επισήμους.
Μόνος μου.
Θέλησα να ξαναφέρω στην μνήμη μου αυτές τις τραγικές στιγμές που έζησα σ΄ αυτόν τον τόπο. Να τιμήσω, έτσι, με τον δικό μου τρόπο, αυτούς τους ανθρώπους που βρήκαν τραγικό θάνατο στα δικά μας χώματα.
Κάθομαι κάτω από τον πεύκο που, παρά την τραγωδία, μένει ακόμη όρθιος, να θυμίζει το κακό και κοιτάζω γύρω μου.
Η φύση κάνει ότι μπορεί για να μου θυμίσει ότι η ζωή συνεχίζεται. Τίποτα δεν θυμίζει στον επισκέπτη εκείνα τα φοβερά που διαδραματίστηκαν πριν έξη χρόνια. Τα φυτά ξαναγεννήθηκαν κι ο τόπος πρασίνισε και πάλι. Όπως ήταν και τότε, πριν το τραγικό συμβάν.
Στο μυαλό μου έρχονται μια - μια οι τραγικές εκείνες εικόνες της βιβλικής καταστροφής.
Βρισκόμουν, θυμάμαι, στην Παραλία του Βαρνάβα, όταν πήρα το τηλεφώνημα.
«Κοντά στο χωριό έπεσε ένα αεροπλάνο».
Αδύνατον να το πιστέψω. Φάρσα νόμισα ότι ήταν. Στην άλλη πλευρά της γραμμής επιμονή.
«Ναι σου λέω. Το είδα ο ίδιος να πέφτει».
Ήμουν ο πρόεδρος της Κοινότητας κι έπρεπε κάτι να κάνω. Αλλά τι;
Μετά το πρώτο ξάφνιασμα κάλεσα τον οδηγό του πυροσβεστικού οχήματος της Κοινότητας κι έναν εθελοντή. Οι τρείς μαζί κινήσαμε για το Γραμματικό.
Πλησιάζοντας, η εικόνα εφιαλτική. Το αεροπλάνο κομμένο σε κομμάτια, φωτιές, παντού άψυχα σώματα, αντικείμενα σκορπισμένα, ασθενοφόρα να έρχονται ουρλιάζοντας, πυροσβεστικά οχήματα.
Μέσα σ΄ όλον αυτόν τον χαμό, το βλέμμα μου καρφώθηκε σε ένα άψυχο σώμα ενός παιδιού. Σαν να κοιμόταν ήταν. Αλλά, δυστυχώς, δεν κοιμόταν, ήταν νεκρό.
Συγκλονίστηκα. Δεν άντεχα να το κοιτώ. Δεν άντεχα να κοιτώ, πλέον, τίποτα.
Επικεντρωθήκαμε στο σβήσιμο της φωτιάς.
Κι όταν βράδιασε πλέον φύγαμε.
Το ίδιο βράδυ δεν κοιμήθηκα καθόλου. Στο μυαλό μου να έρχεται και να ξανάρχεται η το ήρεμο πρόσωπο του παιδιού. Με κοιτούσε μα δεν μιλούσε. Ένοιωθα, όμως, ότι το βλέμμα του ρωτούσε «γιατί;». Και δεν είχα απάντηση.
Προσπάθησα και τώρα να φέρω στο μυαλό μου την εικόνα αυτού του παιδιού. Δεν μπόρεσα. Ίσως επειδή πέρασαν τα χρόνια. Ίσως, πάλι, επειδή, ακόμη, δεν έχω απάντηση σ΄ αυτό το «γιατί;».
Θυμάμαι ότι, τότε, προσπάθησα να ευαισθητοποιήσω την πολιτική ηγεσία της Κύπρου και τους συγγενείς των θυμάτων, για τον κατασκευαζόμενο ΧΥΤΑ στον τόπο της τραγωδίας. Ένοιωθα ότι, πολλοί απ΄ αυτούς, πίστευαν ότι κάνω εκμετάλλευση κι ας μην το έλεγαν. Θεωρούσαν ίσως ότι διαπράττω ιεροσυλία απέναντι στους νεκρούς.
Δεν ήταν αλήθεια. Δεν θα μπορούσε να ήταν αλήθεια. Γιατί ΒΙΩΣΑ αυτήν την φρίκη λεπτό προς λεπτό. Γιατί πόνεσα πραγματικά γι΄ αυτούς τους ανθρώπους κι ας μην ήσαν δικοί μου. Γιατί και σήμερα, έξη χρόνια μετά, είμαι εδώ και θυμάμαι.
Και ναι, θεωρώ έγκλημα την κατασκευή ενός σκουπιδότοπου στον τόπο μιας τραγωδίας, στο μέρος του χαμού 121 ψυχών.
Και δεν θα σταματήσω να το λέω. Όσα χρόνια κι αν περάσουν.
Σε λίγε μέρες θα γίνει το «ετήσιο μνημόσυνο». Θα ΄ρθουν επίσημοι, ο Μητροπολίτης, συγγενείς θυμάτων. Και μετά θα φύγουν.
Ο τόπος, όμως, της τραγωδίας θα μείνει εδώ. Το ίδιο και ο ΧΥΤΑ.
Έτσι για να τονίζουν, μαζί, την Μεγάλη Αντίφαση. Η δυσωδία των απορριμμάτων, αντάμα με το καντηλάκι που θ΄ ανάβει στην μνήμη των νεκρών.
Κι όσα μνημόσυνα κι αν γίνουν, κανείς δεν θα μπορέσει να δώσει απάντηση σ΄ αυτό το «γιατί;».
Κατηφόρισα και πάλι, παίρνοντας τον δρόμο της επιστροφής, δίνοντας μια υπόσχεση στους νεκρούς.
Κάθε χρόνο θα ΄μαι εδώ, μόνος μου, σαν μια ελάχιστη ένδειξη σεβασμού στα χαμένα αδέρφια μου.
Δύο τραγούδια για την τραγωδία. Τους στίχους έγραψε η Κύπρια συγγραφέας Δέσπω Κόνιζου - Λοϊζιά, που με τιμά με την φιλία της
ΕΚΑΤΟΝ ΕΙΚΟΣΙ ΕΝΑ
ΠΟΥΛΙΑ ΜΟΥ ΔΙΑΒΑΤΑΡΙΚΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες