ΤΟΥ ΕΥΑΓ. ΣΠΥΡΟΥ
Έστιν ουν τραγωδία μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις δρώντων και ου δι απαγγελίας, δι ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. (Αριστοτέλης)
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε κάτι που μου έδωσε απάντηση στο γιατί δεν θυμόμουνα πολλές λεπτομέρειες απ τη ζωή με τους συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο (6 τάξεις) Αγρινίου τις χρονιές 1960 - 1966. Έγραψε: «Με την κάθε μέρα που ζούμε γινόμαστε άθελά μας εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες που γεννάει το μέσα μας ασήμαντον. Όποιος δεν έτυχε να δει ποτέ του με πόση γοργάδα και χάρη ανεβοκατεβαίνει μέρα νύχτα και συναποκομίζει από το έδαφος άπειρα μικροπραγματάκια, σποράκια, πετρίτσς, φυλλαράκια, πευκοβελόνες, άχυρα και πούπουλα, μια μητέρα νεοσσών, ώστε να μπορέσει να στεγάσει τα παιδιά της. όποιος δεν ξύπνησε τ' άλλο πρωί να βρει μια φωλιά στο γείσο της ταράτσας του και να σαστίσει απ' αυτό το στιγμιαίο μήνυμα ζωής και μαγικής μαστοριάς, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει πώς με το ίδιο τιποτένιο υλικό, αποκόμματα εικονογραφημένων περιοδικών, κάποτε και βιβλίων, μπορεί να φτάσει κανείς με μια ανάλογη μαγική μαστοριά στην τεχνική της συνεικόνας…» (Συνεικόνα - κολάζ).
«Εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες» φτάσαμε οι παλιοί συμμαθητές μου κι εγώ στο Αγρίνιο, σαράντα χρόνια μετά το 1966, όταν πήραμε απολυτήριο εξαταξίου Γυμνασίου Αρρένων Αγρινίου, στα Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια, για να ξαναθυμηθούμε αυτό «που ήμασταν τότε». Μια συνεικόνα, ένα περίεργο κολάζ, ένα δύσκολο παζλ…
Σφίγγαμε τα χέρια, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο αμήχανα, φιλιόμασταν και παίρναμε τα μονοπάτια των ρυτίδων ή τις κατηφοριές των άσπρων κροτάφων και μαλλιών να θυμηθούμε κάτι, να πιαστούμε σε μια λέξη, μια κίνηση, μια ματιά, μια έκφραση που σαν πόρτες περίμεναν ν' ανοίξουμε και με μιας να δούμε το 1960, το 1964, το 1966… Εκεί μεταξύ (1960 - 1966) καθώς τις Κυριακές παίζαμε μπάλα στις αλάνες, πρωτακούσαμε τραγούδια που άφησαν εποχή κάτι σαν μουσική υπόκρουση στο έργο της ζωής μας. Ήταν το 1966 όταν πρωτοτραγουδήσαμε «Τον τρόπο» των Olympians με τον Πασχάλη, το «Αν σ' αρνηθώ αγάπη μου» 1961, το «Ανέβα στο τραπέζι μου» το 1962, το «Άπονη ζωή» το 1963, «Το αστέρι του Βοριά» το 64, το «Βράχο - βράχο τον καημό μου» το 1961, το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» το 1961, τις «Δέκα Συμβουλές» το 1963, το «Δεν έχω παλάτια και λεφτά το 1963, τη «Δραπετσώνα» το 1961, το «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά» το 1963, το «Ένα αστέρι πέφτει - πέφτει» το 1965, το «Ένα το χελιδόνι» το 1964, το «Κάθε λιμάνι και καημός» το 1963, το «Μαντολίνο» του Χατζιδάκι και το «Μαργαρίτα - Μαργαρώ» το 1961, το «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» το 1960, το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» το 1960, το «Μέσα σ' αυτή τη βάρκα» με τη Βουγιουκλάκη, το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» το 1964, το «Τα παιδιά του Πειραιά» με τη Μελίνα, το «Περασμένες μου αγάπες» το 1960, το «Πες μου μια λέξη» με τον Χορν, την «Προσευχή» το 1962 με τον Ζαγοραίο, το «Στην ποταμιά σωπαίνει το κανόνι» το 1965, το «Στης Λαρίσης το ποτάμι» το 1962, «Το περιγιάλι το κρυφό» το 1961, το «Στον ουρανό είναι ένα αστέρι» το 1966, το «Η συννεφούλα» το 1966, το «Του Βοτανικού ο μάγκας» το 1962, το «Τα τρένα που φύγαν» κ.ά… Ακούσαμε για πρώτη φορά ό,τι καλύτερο εμπνεύστηκε για αγώνες και ζωή ο Μίκης Θεοδωράκης και ό,τι ωραίο, ερωτικό και ρομαντικό ο Μάνος Χατζιδάκις…
Ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου, που δείχνουν ακόμα στην TV, πρωτοείδαμε με τους συμμαθητές μου στο ΑΤΤΙΚΟΝ, στο ΡΙΑΛΤΟ, στο ΠΑΝΘΕΟΝ, στο ΕΛΛΗΝΙΣ, στο ΠΑΛΛΑΣ…
Τέλος, το 1959 είδαμε τον «Ηλία του 16ου» με τον Κ. Χατζηχρήστο, το 1963 τον «Ίλιγγο» με την Ζωή Λάσκαρη, το 1965 είδαμε «Το χώμα που βάφτηκε κόκκινο» με τον Ν. Κούρκουλο και τον Βόγλη, την «Ηλέκτρα» το 1962, «Τα κόκκινα φανάρια» το 1963, το «Η γυνή να φοβάται τον άνδρα» το 1965 με την Μάρω Κοντού και τον Γ. Κωνσταντίνου, «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» κ.ά.
Ακολουθήσαμε επιταφίους ως την πλατεία Μπέλλου - Δημοκρατίας για να δούμε τα Χαλκούνια, από την Αγία Τριάδα - Ντούτσαγα, από τον Άγιο Χριστόφορο με τον Παπαποστόλη, από την Παναγία, από τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Δημήτριο, τον Άγιο Κωνσταντίνο…
Δεν μπορώ να πάρω τα πράγματα με τη σειρά, και πώς να χωρέσω τόσες ζωές σε λίγες σελίδες! Θραύσματα εικόνων σ' ένα περίεργο κολάζ, με τίτλο «Η μαθητική ζωή μου στο Αγρίνιο» τριγυρνούσαν γύρω μου απ την ημέρα που ο Α. Τσώκος με τον Βασίλη Τσαμπόκα τηλεφώνησαν για να κατέβω στη συνάντηση στις 5 Νοεμβρίου 2006.
Δεν ήταν μόνο σκηνές απ' το Γυμνάσιο. Ήταν και από το Δημοτικό.
Ίσως κάποιοι άλλοι να βλέπουν πράγματα που μοιάζουν ή και να μη λένε τίποτε γι αυτούς.
Για μένα και τους συμμαθητές μου, η ζωή στο Σχολείο και στο Γυμνάσιο ήταν πολλά μαζί πέραν της Σχολικής θητείας.
Δεν είχαμε σχολικά λεωφορεία. Ζούσαμε πολλοί μαζί σ' ένα μικρό χώρο.
Ήταν οι δρόμοι, τα πρόσωπα, οι αλάνες οι γειτονιές. Γειτονιά Αγίας Τριάδος, γειτονιά Ντούτσαγα, γειτονιές Αγίου Γεωργίου, γειτονιά στον Άγιο Κωνσταντίνο, στην Ερυθραία, στα Καραπανέικα, στην Αγία Βαρβάρα και Γαλανή, στον Άγιο Δημήτριο, στην Παναγία, στον παλιό Άγιο Χριστόφορο, στο Πάρκο Βασιλέως Κωνσταντίνου, στο κέντρο, στο Νοσοκομείο, στα δυο Ρέματα, στα Κλεπαΐτικα, στις καπναποθήκες Παπαπέτρου, στο τρένο, στη Ρουπακιά, στου Μέντα, στο Μουσταφούλι, στην οδό Καρπενησίου, στο γήπεδο Παναιτωλικού...
Ήταν οι μπάλες και τα τόπια. Πάνινες, νάιλον, μικρές και μεγάλες, που βόλευαν στα στριφτά -εσωτερικά ή εξωτερικά σουτ. Οι ποδοσφαιρικές που φουσκώναμε στα βενζινάδικα. Ήταν τα «κουρσούμια» από τα ρουλεμάν που φτιάχναμε τα πατίνια, τα «γκαζάκια» - γυαλένιες, βόλοι από γυαλί, βόλοι πήλινοι. Παίζαμε ποδόσφαιρο, «μπαμ - μπαμ», μπιζ βόλους, «κακαβάκια», -μια, δυο, τρεις, φωτογραφίες ηθοποιών και ποδοσφαιριστών χάρτινες ή από τσίγκο στρογγυλές, μακριά γαϊδούρα, κρυφτό, κυνηγητό, φτιάχναμε «λάστιχα» (σφεντόνες), (με το λάστιχο από τα μαύρα σώβρακα), ανεβαίναμε σε δέντρα, πετάγαμε «τρίγωνα», χαλκούνια, «τράκα-τρούκες»και βαρελότα. Κοιτάζαμε τα κορίτσια που έπαιζαν σχοινάκι, κουτσό, «γκέο βαγκέο», «κουμπάρες» και «Δεν περνάς κυρά Μαρία».
Στις γειτονιές προλάβαμε που πούλαγαν γάλα και γιαούρτι, νερό Κορπής, ψάρια απ τα Αμπάρια, τσουρούκλες, ντομάτες και σύκα απ' το Παναιτώλιο και πορτοκάλια απ' το Ντογρή. Για δοκάρια βάζαμε μεγάλες πέτρες δεξιά - αριστερά ή σωρό από μικρές πέτρες, που κάποτε τσακωνόμαστε και σπάγαμε κεφάλια... Σχεδόν όλοι είχαμε «πετριές» - σημάδια - στα κουρεμένα κεφάλια μας.
Γύφτοι πούλαγαν καρπούζια, χαλιά, κατσαρόλες, σούβλες... Δοσατζήδες πέρναγαν για δόσεις. Προλάβαμε ψυγεία με πάγο. Λευκά είδη, σεντόνια πετσέτες πούλαγαν πλανόδιοι, που θύμιζαν Νίκο Σταυρίδη, Θανάση Βέγγο, Βασίλη Αυλωνίτη, Μίμη Φωτόπουλο. Πετάγαμε αετούς που φτιάχναμε μόνοι μας απ' το χαρτί ώς τα ζύγια.
Τις Κυριακές τρώγαμε παστέλια, καραμέλες, μήλα - καραμέλα κόκκινη, σάμαλι, μπακλαβά, ριβανί, από τον ταβλά του Μπαριάμη, και στον Καραγκιόζη ή το γήπεδο αγοράζαμε πασατέμπο απ' τον Χρόνη που όλη μέρα φώναζε «για σεφτέ κανένας!» ή «πάρτε διαόλοι βάγια» και τον Πάνο... και τον Ξανθό με το άσπρο... Άλλοι πήγαιναν στον Σιάτρα ή την Παναθιώνια ή τον Γκουρνέλο, ή τον Ματραλή ή τον Γαϊτάνη ή τον Ζήνα ή τον Ζυγούρη για «κωκ» ή πάστα ή σεράνο στην πλατεία Μπέλλου - Δημοκρατίας, ενώ στην επάνω πλατεία Στράτου πήγαιναν εργάτες και οικοδόμοι στα καφενεία τα γεμάτα φασαρία και καπνό.
Πολλοί συμμαθητές μου δούλευαν μετά το Σχολείο σε κουρεία, υποδηματοποιεία, σε εμπορικά και στις οικοδομές. Δούλεψα κι εγώ.
Τις Κυριακές πηγαίναμε εκκλησία και κάποιοι πήγαιναν σε ομάδες και κατηχητικά, στον «Σωτήρα»στους Αγίους Αναργύρους, με τον π. Βενέδικτο και Σκαρμόγιαννη και άλλοι στη «Ζωή» κοντά στην πλατεία Μπέλλου, ευθεία στο «Ακροπόλ» με τον Ανδρέα Κωστακιώτη και τον Δημ. Φερέ (Θεόκλητο Πεντέλης).
Το καλοκαίρι ξαναμοιράζονταν μερικοί στο βουνό στον Άγιο Βλάση και άλλοι στη θάλασσα στη Ρίζα Αντιρρίου. Τα πρωινά στα Σχολεία και Γυμνάσια κάναμε προσευχή και ψέλναμε το «Συ που κόσμους κυβερνάς» ή το «Χριστός Ανέστη».
Είχε και κάρα με άλογο το Αγρίνιο τον μπάρμπα- Χαράλαμπο πρόλαβα, που έκανε μεταφορές και καθόταν στα Πλατάνια. Είχε και κομμουνιστές, που διάβαζαν «Αυγή», και «εθνικιστές» και αντιστασιακούς και καταδότες και χωροφύλακες και φυλακές και αεροδρόμιο. Στο κουρείο που δούλευα είχα μάθει να ακούω και να κρατάω ό,τι μου κάνει καλό. Θυμάμαι πόσο γλυκά μου μίλαγε ο γείτονας κομμουνιστής, ο Χριστόφορος Ζαχείλας, που συνέχεια τον κυνηγούσαν και τον φυλάκιζαν για τις ιδέες του... ,Θεός σχωρέστον, λίγοι ήξεραν το νόημα των λόγων του.
Κάποτε μ' έστειλε ο πατέρας μου να αγοράσω τσιγάρα χύμα «ΕΘΝΟΣ» (τότε έπαιρνε 3 τσιγάρα ή 5 τσιγάρα από κούτες, όχι πακέτα όπως σήμερα) και τον είδα που διάβαζε... «Γεια σου, κύριε Χριστόφορε», του είπα. Χαμογέλασε. Το δωμάτιό του ήταν στη συνέχεια μιας αυλής με δέκα οικογένειες και τρεις κοινές τουαλέτες, όπου έμενε η οικογένειά μου, όπως κι άλλες στο Αγρίνιο. Το 1967 τον έστειλαν εξορία και φυλακή. Δεν τον ξανάδα. Στη «συνεικόνα» του Αγρινίου είναι δίπλα από τους καθηγητές μου παπάδες και ευεργέτες -αφεντικά μου στα μαγαζιά που δούλευα - τον Γιώργο Καλύβα - κουρέα, τον Κώστα Τσιρώνη - μανάβη, τον Χρήστο Καπελάκη - κουρέα, τον Νίκο Βαρεμένο - κουρέα, τον Γιώργο Μπίκα - υποδηματά, τον Γιώργο Οικονομίδη - ψητοπώλη, τον Περικλή Μαριάμη - καραμελοποιό με ταβλά, τον πατέρα μου οικοδόμο κ.ά. Ο πατέρας μου ήταν αναγκασμένος να «κρύβεται»πολιτικά. Είχε εφταμελή οικογένεια να θρέψει σ ένα δωμάτιο. Έκανε μεροκάματα και «μερεμέτια». Κάποια Πρωτομαγιά στο Εργατικό Κέντρο Αγρινίου, μίλησε για τα δικαιώματα των οικοδόμων και τρόμαξε η μάνα μου να τον βγάλει απ τα κρατητήρια που τον «μπαγλάρωσαν» αυθημερόν.
Θυμάμαι και μια μεγάλη φωτιά σε καπναποθήκες, που έκαιγε μια βδομάδα εκεί στην οδό Μπαϊμπά. Θυμάμαι και συμμαθητές μου που κοιτάζαμε μπροστά στους κινηματογράφους τα «ΠΡΟΣΕΧΩΣ» και τις γιγαντοαφίσες με την Άννα Φόνσου, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τη Ζωή Λάσκαρη, τη Βουγιουκλάκη.
Θυμάμαι ότι είχαμε όλοι παρατσούκλια και δεν λέγαμε γεια σου «Βαγγέλη» ή «Ανδρέα», αλλά γεια σου «Δεσπότη», «Γκαβέ», «Κεφάλα», «Κλάνα», «Τσιγαρά», «Βουτυρόπαιδο», «Xωριστράκια», «Χοντρέ», «Μπούνα», «Κορτάκια», «Γυαλάκια», «Πεινάλα»... Εμένα μ έλεγαν «Σελήμκα» και «Αρτινέ», Το«μαλάκα» εφευρέθηκε αργότερα...
Φροντιστήριο δεν πηγαίναμε τότε και όσοι πήγαιναν ήταν για «Αγγλικά». Πολλά παιδιά είχαν «πoδήλατo» και όπως έτρεχαν στις γειτονιές αισθάνονταν την υπέροχη μυρωδιά από μαγειρεμένα φαγητά και κυρίως μακαρόνια με κρέας, ή κρέας με πατάτες στο φούρνο. Δεν είχαμε πιστωτικές κάρτες, αλλά τον πρόγονό τους το «δεφτέρι» - μπλοκάκι που γράφαμε τα ψώνιο, το ψωμί και κάθε Σάββατο τα πλήρωνε όλα ο πατέρας.
Τότε βγήκαν και τα πάρτι που πίναμε «βερμούτ» και «κονιάκ»και «μαυροδάφνη».
Οι πιο πολλοί πατεράδες μας ήταν εργάτες, οικοδόμοι και χαμηλών εισοδημάτων, είπε ο Ανδρέας Τσώκος και εμείς φτιάξαμε τα δικά μας τζάκια. Ο Βίτσας έβγαλε λόγο και ανέφερε ακόμα και όσους πέθαναν. Μας θύμισε αρκετές στιγμές μαθητικές και η «σφαλιάρα» που έφαγε ο Σπύρου από τον Κασσάρα, επειδή γέλασε στην αφήγηση του καθηγητή που έλεγε: «Μια φορά ήταν ένα παπόρι... και τι είναι ηθική; Κουκιά τρως, κουκιά είσαι… και πως ο Θεός είναι μεγάλος σαν το κτίριο...»!
Ο Πατσιόπουλος ήταν πάντα «φιλόσοφος», Ο Γαλάνης πλακατζής, ο Τσιόλκας «αφασία», ο Μυστακίδης καλόκαρδος. Ο Βεντουράκης γλυκύτατος, ο Τσαμπόκας Βασίλης του Αναστασίου πάντα ενημερωμένος καλά, ο Ζυγούρης «καθηγητής», ο Δρακόπουλος «Ζυγός», ο Τριχόπουλος γελαστός, ο Στραβοδήμος οργανωτικός, ο Τσοβύλας δάσκαλος και σεμνός, ο Χατζάρας θετικός, ο Βοτσαΐτης του «άλματος στο τριπλούν», για τα πάντα ο Καρακώστας πάντα διαβασμένος.
Ομάδα μας εκτός από Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ήταν ο Παναιτωλικός. Δεν πληρώναμε εισιτήριο. Τότε ο μεγάλος που έβγαζε ένα εισιτήριο είχε δικαίωμα να πάρει κι ένα «μικρό». Πηγαίναμε πιο κάτω απ' το γήπεδο και όπου βλέπαμε «μοναχικό», λέγαμε «μπάρμπα θα με βάλεις μέσα;» και μπαίναμε μπροστά του... όταν έκοβε το εισιτήριο στην πόρτα του γηπέδου. Παναιτωλικός - Παναχαϊκή, Παναιτωλικός - Αναγέννηση Άρτας, Παναιτωλικός - Γιάννινα, Παναιτωλικός - Αίγιο γινότανε χαμός!
Ποδοσφαιρικούς αγώνες ακούγαμε σ ένα περίπτερο «Παπαχρήστου» στην πλατεία Μπέλλου από τρανζιστοράκι -λίγοι είχαν ράδιο τότε. Αξέχαστο μου έμεινε το ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ - ΣΑΝΤΟΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ που το ακούσαμε και 100 άτομα γύρω - γύρω στα πλατάνια στο καφενείο«Κουφιόπουλου», που πούλαγε και πάγο μ' ένα τρίτροχο, με «κόντρα» για φρένα είχε και μεγάφωνο έξω από το μαγαζί.
Οι μάνες το Πάσχα άσπριζαν με ασβέστη το σπίτι πριν σουβλίσουν το αρνί, όλοι φτωχοί - πλούσιοι και πετούσαν «τρίγωνα» γύρω στα κάρβουνα...
Κάποιοι πατεράδες έδερναν με τη «ζωστήρα» του παντελονιού. Οι μάνες με βέργες το Χέρι (τσίμπημα) και το στόμα.
Όταν αρρωσταίναμε, μας έβαζαν ζεστό λάδι στο αφτί από το καντήλι και ενέσεις μας έκαναν κάποιες γειτόνισσες. Μας έριχναν και βεντούζες. Και μας «ξεμάτιαζαν» σβήνοντας κάρβουνα. Μας έστελναν κατασκηνώσεις να πάρουμε κιλά και μας ζύγιζαν πριν φύγουμε μ ένα χαρτονένιο κουτί NESTLE ή ΝΟΥΝΟΥ και τα «μπογαλάκια» μας μέσα. Κάτω - κάτω έβαλα μια φορά, για τη Μοκίστα στο Θέρμο με το ΠΙΚΠΑ, τον «Μικρό Ήρωα» και τα «Κλασικά Εικονογραφημένα». Πηγαίναμε σε «γιορτάσια» (όπου γιόρταζαν δηλαδή) για να πάρουμε γλυκό. Αναγνωρίζαμε ποιός είχε γιορτή από το αναμμένο φως και την ανοιχτή πόρτα. «Χρόνια Πολλά», μας έδιναν γλυκό και φεύγαμε...
Οι αυλές στις μονοκατοικίες είχαν λουλούδια - οι πολυκατοικίες τότε ξεκίναγαν, όταν τελειώναμε το Γυμνάσιο. Στο Αγρίνιο φύτευαν πολλές τριανταφυλλιές. Οι γυναίκες ήταν όμορφες τις Κυριακές και τα «φλερτ» πολλά. Απ τους συμμαθητές μου «ελάχιστοι» πέρασαν να «κάνουν πράξη», πριν την τελευταία τάξη και αν... στις διάφορες«ερωτοδουλειές» τους...
«Κορίτσια»σε «σπίτια» δεν είχε το Αγρίνιο τότε. Ό,τι υπήρχε ήταν «έξω» από την πόλη... Όσοι από μας «ψιλοερωτευόμασταν» εξ αποστάσεως, χαιρόμασταν ν αλλάζουμε ματιές με νόημα στο δρόμο, στον κινηματογράφο, στο «κουρτινάκι που κουνιότανε» και στην εκκλησία όταν οι ψαλτάδες έλεγαν το «Αι γενεαί αι πάσαι»... Πέρναγε ο Επιτάφιος και για κάποιους ερωτευμένους άνθιζαν οι Πασχαλιές, ο Απρίλης και ο Μάιος με όλα τα λουλούδια του άγρια και ήμερα… στις φτωχογειτονιές με τα λασπόνερα, και τους στεγανούς βόθρους πριν μπουν στο δίκτυο του Δήμου...
Είχε και σφαιριστήρια και μπιλιάρδα που πήγαιναν όσοι είχαν καταχωρηθεί ως «αλήτες» και «παλιοπαρέες» από την κοινωνία της Καπνούπολης, με τους κυρίους τους «καθωσπρέπει», που ήταν από καλές οικογένειες που είχαν το «κατιτίς» τους, και τους εργάτες στα καπνά... Αυτοί έδιναν και ένα«βαντάκι» (ένα δέμα) στην εκκλησία για ευλογία... Τι να σου κάνανε και οι παπάδες; Τον εργάτη Γιώργο Σπύρου θα έβαζαν στην μαρμάρινη πλάκα ευεργετών; Έβαζαν δωρητές και ευεργέτες όσους είχαν χρώμα και μάλιστα«ευλογημένο».
Λοιπόν τι άλλο να πω; Για το τρένο που μας πήγαινε Κυριακές για μπάνιο στα Σταμνά Μεσολογγίου, για το πάρκο, για τον καθηγητή Κωσταρά, για τον Κασσάρα, για τον Γραβάνη, για τον Κωστακιώτη, για την Λανάρα, για τη δίδα Γαρουφαλή, για τον Σαββουλίδη, για τον Τσιρώνη, για τον Βλάχο, για τον Νικολακόπουλο, για τον Αναγνωστόπουλο, την Βαληνδρά, για τον Παπαθανασίου, για τον Χειμάρα, για τον Σύρρο, για τον Μαργέλο;
Εκείνο τον καιρό βάζαμε «μπριγιόλ» στα μαλλιά και λεμόνι για να στέκονται... Τα μικρότερα άφηναν «φούντα»και τα μεγαλύτερα φορούσαμε καπέλα με κουκουβάγια μπροστά. Περνάγαμε έξω από μεγάλες καπναποθήκες των Παπαστραταίων, του Παναγόπουλου, του Παπαπέτρου, με τους καπνεργάτες να «μυρίζουν» καπνίλα στο διάβα τους και να μιλάνε «συνδικαλιστικά» και για αγώνες. Ήταν πρωτοπόροι.
Ονόματα μιλούνταν κάπου - κάπου και με διπλή σημασία μεταξύ ευεργεσίας και ερωτηματικών. Βλάμης, Ηλιού, Παναγόπουλος, Παπαστράτος, Κοντογιώργος, Μπαϊμπάς, Κατσάμπας, Στύλιος, Φαρμάκης. Στα κτήματά τους οι Βραχωρίτες δούλευαν «ήλιο με ήλιο»... Όμως αν δεν ήταν κι αυτοί θα ήταν χειρότερα τα πράγματα.
«Οι συμμαθητές μου πρόκοψαν όλοι», είπε ο Σπύρου στην TV ΑΧΕΛΩΟΣ που κάλυψε την εκδήλωση. Ήμασταν γενικώς προνομιούχοι. Είχαμε καλούς γονείς, δασκάλους και γειτονιές. Παίζαμε ελεύθερα και ανέμελα». Πριν μπούμε στην ομάδα της κοινωνίας είχαμε «ξεμπερδέψει» με το ποιος θα είναι αρχηγός και ποιος στρατιώτης.
Παρατήρησα ότι δεν αλλάξαμε σε τίποτα σαν χαρακτήρες. Οι λουφαδόροι, οι τεμπέληδες, οι εργατικοί, οι μάγκες, οι σπασίκλες, τα Χριστιανόπουλα, τα βουτυρόπαιδα, τα εργατάκια, οι γλύφτες, οι επαναστάτες, οι γκαμινάκηδες και τα παπαδάκια του χθες έτσι τα βρήκα και σήμερα. Θάλεγα πως η τάξη μου - ίσως να συμβαίνει με όλες «ξέσκισε» όλα τα πτυχία και τα συγγράμματα, που γράφτηκαν γύρω από το αν οι άνθρωποι γεννιούνται ή φτιάχνονται και τις θεωρίες περικαλλιέργειας και παιδείας, και χαρακτήρων και πού καταλήγουν το ένα ή το άλλο, και ότι μάλλον τσάμπα πήγε τόσο διάβασμα, αφού δεν αλλάξαμε το μέσα μας και πολύ. «Όλα είναι ένα ψέμα», που λέει και το τραγούδι.
Αλήθεια ήταν ότι έβλεπα τον Κασσιανό Πάστρα, τον Τσιρώνη, τον Ζωγανά, τον Γκούρνελο, τον Γούναρη, τον Καρακώστα, τον Νταρίλα, τον Ροκοπάνο, τον Καπετανάκη, τον Γεωργιάδη, τον Σταυρόπουλο Θεόδωρο και δεν πίστευα ότι έμειναν«τόσο ίδιοι»... Κάτι «σηματάκια» πρόσθεσαν στα στοιχεία ταυτότητος, όπως δικηγόρος, γιατρός, υπάλληλος υπουργείου, αρχιτέκτων, δάσκαλος, δημοσιογράφος, καθηγητής Πανεπιστημίου, φιλόλογος, εφοριακός, και κατά τα άλλα έμειναν ίδιοι... Πήγαν για λίγο να μου κρυφτούν, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Ίδιοι στο «μέσα» τους ο Πιστικός, ο Τσάκος, ο Στραβοδήμος, ο Τσαμπόκας Βασίλης του Δημητρίου, ο Σκαλτσάς, ο Βλάχος, ο Σοχωρίτης, ο Σχισμένος, ο Μαλλαϊνός, ο Μπούσγος, ο Ποσνακίδης, ο Μάλλιος, ο Νίτσε, ο Δημητριάδης, ο Γούναρης, ο Ζυγούρης, η Kρικοχωρίτη, ο Ζαμπαράς, ο Ιωαννάς, ο Καζαντζής, ο Παναγάτος, ο Φρόντζος. Από την τάξη μου βγήκαν και 4 - 5 ασφαλιστές και υπάλληλοι ασφαλιστικών εταιρειών.
Φεύγοντας ο ένας Τσαμπόκας, όχι ο άλλος ο Βασίλης, μου είπε: «Στείλε μου καμιά φωτογραφία από τα 40 χρόνια γιατί στα επόμενα, από τώρα στο λέω, δεν θα είμαι παρών...».
Ο Ιωαννάς δίπλα μου γέλασε. «Με ρώτησαν μερικοί πόσα παιδιά έχω και τους λέω, πώς να έχω, αφού δεν έχω γυναίκα. Ανύπαντρος είμαι στα 58 μου, θα χαθεί η σειρά...».
Πλάκα και ανεμελιά είχαν οι συμμαθητές μου στη συνάντηση «40 χρόνια μετά τα θρανία». Όπως τότε το 1960 - 1966, που τραγούδαγε η Βουγιουκλάκη στο «Χτυποκάρδια στα θρανία»και στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», «Ας ήταν η ζωή μας σαν και σήμερα και γαλανός ο ουρανός...», και τον «Γλάρο» απ' την «Αλίκη στο Ναυτικό» και το «Τράβα μπρος, κι όσα έρθουν κι όσα πάνε / τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε...».
Λίγες μέρες μετά το κείμενο αυτό έλαβα με φαξ μια κατάσταση με τα ονόματα των συμμαθητών μου: 63 στο Κλασικό Τμήμα, 43 από το Πρακτικό και 15 που είχαν φύγει τότε σε άλλα σχολεία. Κάποιοι από την κατάσταση λείπουν από τη ζωή. Τους μνημονεύσαμε.
Η τάξη μου έβγαλε καμιά δεκαπενταριά γιατρούς. Αν ο καθένας γιατρεύει τον πόνο 5-10 συνανθρώπων μας κάθε μέρα, τότε γιατρεύονται τουλάχιστον 100 την ημέρα. Αν βάλεις και τις καλοσύνες των υπολοίπων, δικαιούμαστε μια βράβευση από το Δήμο Αγρινίου και την τιμητική πλακέτα.
Περιμένουμε χειροκρότημα!
Ο παλιός συμμαθητής σας
Ευαγ. Σπύρου, εκδότης ΝΑΙ.
Υ.Γ.: Μην γκρινιάζετε που παρέλειψα πολλά. Είπαμε, δεν χωράνε στο χαρτί!
Όσοι θέλετε κι άλλες πληροφορίες διαβάστε το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Οι παλιοί συμμαθητές», Εκδόσεις Καστανιώτη. Τα έχει όλα, εκεί βρήκα κι εγώ πολλά απ' αυτά που έγραψα.
----------
Δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα "ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ".
Ευχαριστώ τον φίλο Χρήστο Ζαχείλα που μας έστειλε το κείμενο.
από ΑΓΡΙΝΙΟ.....ΓΛΥΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Έστιν ουν τραγωδία μίμησης πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, χωρίς εκάστω των ειδών εν τοις μορίοις δρώντων και ου δι απαγγελίας, δι ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν. (Αριστοτέλης)
Ο Οδυσσέας Ελύτης έγραψε κάτι που μου έδωσε απάντηση στο γιατί δεν θυμόμουνα πολλές λεπτομέρειες απ τη ζωή με τους συμμαθητές μου στο Γυμνάσιο (6 τάξεις) Αγρινίου τις χρονιές 1960 - 1966. Έγραψε: «Με την κάθε μέρα που ζούμε γινόμαστε άθελά μας εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες που γεννάει το μέσα μας ασήμαντον. Όποιος δεν έτυχε να δει ποτέ του με πόση γοργάδα και χάρη ανεβοκατεβαίνει μέρα νύχτα και συναποκομίζει από το έδαφος άπειρα μικροπραγματάκια, σποράκια, πετρίτσς, φυλλαράκια, πευκοβελόνες, άχυρα και πούπουλα, μια μητέρα νεοσσών, ώστε να μπορέσει να στεγάσει τα παιδιά της. όποιος δεν ξύπνησε τ' άλλο πρωί να βρει μια φωλιά στο γείσο της ταράτσας του και να σαστίσει απ' αυτό το στιγμιαίο μήνυμα ζωής και μαγικής μαστοριάς, δεν θα μπορέσει ποτέ να καταλάβει πώς με το ίδιο τιποτένιο υλικό, αποκόμματα εικονογραφημένων περιοδικών, κάποτε και βιβλίων, μπορεί να φτάσει κανείς με μια ανάλογη μαγική μαστοριά στην τεχνική της συνεικόνας…» (Συνεικόνα - κολάζ).
«Εκατομμυριούχοι θραυσμάτων από εικόνες» φτάσαμε οι παλιοί συμμαθητές μου κι εγώ στο Αγρίνιο, σαράντα χρόνια μετά το 1966, όταν πήραμε απολυτήριο εξαταξίου Γυμνασίου Αρρένων Αγρινίου, στα Παπαστράτεια Εκπαιδευτήρια, για να ξαναθυμηθούμε αυτό «που ήμασταν τότε». Μια συνεικόνα, ένα περίεργο κολάζ, ένα δύσκολο παζλ…
Σφίγγαμε τα χέρια, κοιτάζαμε ο ένας τον άλλο αμήχανα, φιλιόμασταν και παίρναμε τα μονοπάτια των ρυτίδων ή τις κατηφοριές των άσπρων κροτάφων και μαλλιών να θυμηθούμε κάτι, να πιαστούμε σε μια λέξη, μια κίνηση, μια ματιά, μια έκφραση που σαν πόρτες περίμεναν ν' ανοίξουμε και με μιας να δούμε το 1960, το 1964, το 1966… Εκεί μεταξύ (1960 - 1966) καθώς τις Κυριακές παίζαμε μπάλα στις αλάνες, πρωτακούσαμε τραγούδια που άφησαν εποχή κάτι σαν μουσική υπόκρουση στο έργο της ζωής μας. Ήταν το 1966 όταν πρωτοτραγουδήσαμε «Τον τρόπο» των Olympians με τον Πασχάλη, το «Αν σ' αρνηθώ αγάπη μου» 1961, το «Ανέβα στο τραπέζι μου» το 1962, το «Άπονη ζωή» το 1963, «Το αστέρι του Βοριά» το 64, το «Βράχο - βράχο τον καημό μου» το 1961, το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά» το 1961, τις «Δέκα Συμβουλές» το 1963, το «Δεν έχω παλάτια και λεφτά το 1963, τη «Δραπετσώνα» το 1961, το «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά» το 1963, το «Ένα αστέρι πέφτει - πέφτει» το 1965, το «Ένα το χελιδόνι» το 1964, το «Κάθε λιμάνι και καημός» το 1963, το «Μαντολίνο» του Χατζιδάκι και το «Μαργαρίτα - Μαργαρώ» το 1961, το «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν» το 1960, το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» το 1960, το «Μέσα σ' αυτή τη βάρκα» με τη Βουγιουκλάκη, το «Μια αγάπη για το καλοκαίρι» το 1964, το «Τα παιδιά του Πειραιά» με τη Μελίνα, το «Περασμένες μου αγάπες» το 1960, το «Πες μου μια λέξη» με τον Χορν, την «Προσευχή» το 1962 με τον Ζαγοραίο, το «Στην ποταμιά σωπαίνει το κανόνι» το 1965, το «Στης Λαρίσης το ποτάμι» το 1962, «Το περιγιάλι το κρυφό» το 1961, το «Στον ουρανό είναι ένα αστέρι» το 1966, το «Η συννεφούλα» το 1966, το «Του Βοτανικού ο μάγκας» το 1962, το «Τα τρένα που φύγαν» κ.ά… Ακούσαμε για πρώτη φορά ό,τι καλύτερο εμπνεύστηκε για αγώνες και ζωή ο Μίκης Θεοδωράκης και ό,τι ωραίο, ερωτικό και ρομαντικό ο Μάνος Χατζιδάκις…
Ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου, που δείχνουν ακόμα στην TV, πρωτοείδαμε με τους συμμαθητές μου στο ΑΤΤΙΚΟΝ, στο ΡΙΑΛΤΟ, στο ΠΑΝΘΕΟΝ, στο ΕΛΛΗΝΙΣ, στο ΠΑΛΛΑΣ…
Τέλος, το 1959 είδαμε τον «Ηλία του 16ου» με τον Κ. Χατζηχρήστο, το 1963 τον «Ίλιγγο» με την Ζωή Λάσκαρη, το 1965 είδαμε «Το χώμα που βάφτηκε κόκκινο» με τον Ν. Κούρκουλο και τον Βόγλη, την «Ηλέκτρα» το 1962, «Τα κόκκινα φανάρια» το 1963, το «Η γυνή να φοβάται τον άνδρα» το 1965 με την Μάρω Κοντού και τον Γ. Κωνσταντίνου, «Η κόρη μου η σοσιαλίστρια» κ.ά.
Ακολουθήσαμε επιταφίους ως την πλατεία Μπέλλου - Δημοκρατίας για να δούμε τα Χαλκούνια, από την Αγία Τριάδα - Ντούτσαγα, από τον Άγιο Χριστόφορο με τον Παπαποστόλη, από την Παναγία, από τον Άγιο Γεώργιο, τον Άγιο Δημήτριο, τον Άγιο Κωνσταντίνο…
Δεν μπορώ να πάρω τα πράγματα με τη σειρά, και πώς να χωρέσω τόσες ζωές σε λίγες σελίδες! Θραύσματα εικόνων σ' ένα περίεργο κολάζ, με τίτλο «Η μαθητική ζωή μου στο Αγρίνιο» τριγυρνούσαν γύρω μου απ την ημέρα που ο Α. Τσώκος με τον Βασίλη Τσαμπόκα τηλεφώνησαν για να κατέβω στη συνάντηση στις 5 Νοεμβρίου 2006.
Δεν ήταν μόνο σκηνές απ' το Γυμνάσιο. Ήταν και από το Δημοτικό.
Ίσως κάποιοι άλλοι να βλέπουν πράγματα που μοιάζουν ή και να μη λένε τίποτε γι αυτούς.
Για μένα και τους συμμαθητές μου, η ζωή στο Σχολείο και στο Γυμνάσιο ήταν πολλά μαζί πέραν της Σχολικής θητείας.
Δεν είχαμε σχολικά λεωφορεία. Ζούσαμε πολλοί μαζί σ' ένα μικρό χώρο.
Ήταν οι δρόμοι, τα πρόσωπα, οι αλάνες οι γειτονιές. Γειτονιά Αγίας Τριάδος, γειτονιά Ντούτσαγα, γειτονιές Αγίου Γεωργίου, γειτονιά στον Άγιο Κωνσταντίνο, στην Ερυθραία, στα Καραπανέικα, στην Αγία Βαρβάρα και Γαλανή, στον Άγιο Δημήτριο, στην Παναγία, στον παλιό Άγιο Χριστόφορο, στο Πάρκο Βασιλέως Κωνσταντίνου, στο κέντρο, στο Νοσοκομείο, στα δυο Ρέματα, στα Κλεπαΐτικα, στις καπναποθήκες Παπαπέτρου, στο τρένο, στη Ρουπακιά, στου Μέντα, στο Μουσταφούλι, στην οδό Καρπενησίου, στο γήπεδο Παναιτωλικού...
Ήταν οι μπάλες και τα τόπια. Πάνινες, νάιλον, μικρές και μεγάλες, που βόλευαν στα στριφτά -εσωτερικά ή εξωτερικά σουτ. Οι ποδοσφαιρικές που φουσκώναμε στα βενζινάδικα. Ήταν τα «κουρσούμια» από τα ρουλεμάν που φτιάχναμε τα πατίνια, τα «γκαζάκια» - γυαλένιες, βόλοι από γυαλί, βόλοι πήλινοι. Παίζαμε ποδόσφαιρο, «μπαμ - μπαμ», μπιζ βόλους, «κακαβάκια», -μια, δυο, τρεις, φωτογραφίες ηθοποιών και ποδοσφαιριστών χάρτινες ή από τσίγκο στρογγυλές, μακριά γαϊδούρα, κρυφτό, κυνηγητό, φτιάχναμε «λάστιχα» (σφεντόνες), (με το λάστιχο από τα μαύρα σώβρακα), ανεβαίναμε σε δέντρα, πετάγαμε «τρίγωνα», χαλκούνια, «τράκα-τρούκες»και βαρελότα. Κοιτάζαμε τα κορίτσια που έπαιζαν σχοινάκι, κουτσό, «γκέο βαγκέο», «κουμπάρες» και «Δεν περνάς κυρά Μαρία».
Στις γειτονιές προλάβαμε που πούλαγαν γάλα και γιαούρτι, νερό Κορπής, ψάρια απ τα Αμπάρια, τσουρούκλες, ντομάτες και σύκα απ' το Παναιτώλιο και πορτοκάλια απ' το Ντογρή. Για δοκάρια βάζαμε μεγάλες πέτρες δεξιά - αριστερά ή σωρό από μικρές πέτρες, που κάποτε τσακωνόμαστε και σπάγαμε κεφάλια... Σχεδόν όλοι είχαμε «πετριές» - σημάδια - στα κουρεμένα κεφάλια μας.
Γύφτοι πούλαγαν καρπούζια, χαλιά, κατσαρόλες, σούβλες... Δοσατζήδες πέρναγαν για δόσεις. Προλάβαμε ψυγεία με πάγο. Λευκά είδη, σεντόνια πετσέτες πούλαγαν πλανόδιοι, που θύμιζαν Νίκο Σταυρίδη, Θανάση Βέγγο, Βασίλη Αυλωνίτη, Μίμη Φωτόπουλο. Πετάγαμε αετούς που φτιάχναμε μόνοι μας απ' το χαρτί ώς τα ζύγια.
Τις Κυριακές τρώγαμε παστέλια, καραμέλες, μήλα - καραμέλα κόκκινη, σάμαλι, μπακλαβά, ριβανί, από τον ταβλά του Μπαριάμη, και στον Καραγκιόζη ή το γήπεδο αγοράζαμε πασατέμπο απ' τον Χρόνη που όλη μέρα φώναζε «για σεφτέ κανένας!» ή «πάρτε διαόλοι βάγια» και τον Πάνο... και τον Ξανθό με το άσπρο... Άλλοι πήγαιναν στον Σιάτρα ή την Παναθιώνια ή τον Γκουρνέλο, ή τον Ματραλή ή τον Γαϊτάνη ή τον Ζήνα ή τον Ζυγούρη για «κωκ» ή πάστα ή σεράνο στην πλατεία Μπέλλου - Δημοκρατίας, ενώ στην επάνω πλατεία Στράτου πήγαιναν εργάτες και οικοδόμοι στα καφενεία τα γεμάτα φασαρία και καπνό.
Πολλοί συμμαθητές μου δούλευαν μετά το Σχολείο σε κουρεία, υποδηματοποιεία, σε εμπορικά και στις οικοδομές. Δούλεψα κι εγώ.
Τις Κυριακές πηγαίναμε εκκλησία και κάποιοι πήγαιναν σε ομάδες και κατηχητικά, στον «Σωτήρα»στους Αγίους Αναργύρους, με τον π. Βενέδικτο και Σκαρμόγιαννη και άλλοι στη «Ζωή» κοντά στην πλατεία Μπέλλου, ευθεία στο «Ακροπόλ» με τον Ανδρέα Κωστακιώτη και τον Δημ. Φερέ (Θεόκλητο Πεντέλης).
Το καλοκαίρι ξαναμοιράζονταν μερικοί στο βουνό στον Άγιο Βλάση και άλλοι στη θάλασσα στη Ρίζα Αντιρρίου. Τα πρωινά στα Σχολεία και Γυμνάσια κάναμε προσευχή και ψέλναμε το «Συ που κόσμους κυβερνάς» ή το «Χριστός Ανέστη».
Είχε και κάρα με άλογο το Αγρίνιο τον μπάρμπα- Χαράλαμπο πρόλαβα, που έκανε μεταφορές και καθόταν στα Πλατάνια. Είχε και κομμουνιστές, που διάβαζαν «Αυγή», και «εθνικιστές» και αντιστασιακούς και καταδότες και χωροφύλακες και φυλακές και αεροδρόμιο. Στο κουρείο που δούλευα είχα μάθει να ακούω και να κρατάω ό,τι μου κάνει καλό. Θυμάμαι πόσο γλυκά μου μίλαγε ο γείτονας κομμουνιστής, ο Χριστόφορος Ζαχείλας, που συνέχεια τον κυνηγούσαν και τον φυλάκιζαν για τις ιδέες του... ,Θεός σχωρέστον, λίγοι ήξεραν το νόημα των λόγων του.
Κάποτε μ' έστειλε ο πατέρας μου να αγοράσω τσιγάρα χύμα «ΕΘΝΟΣ» (τότε έπαιρνε 3 τσιγάρα ή 5 τσιγάρα από κούτες, όχι πακέτα όπως σήμερα) και τον είδα που διάβαζε... «Γεια σου, κύριε Χριστόφορε», του είπα. Χαμογέλασε. Το δωμάτιό του ήταν στη συνέχεια μιας αυλής με δέκα οικογένειες και τρεις κοινές τουαλέτες, όπου έμενε η οικογένειά μου, όπως κι άλλες στο Αγρίνιο. Το 1967 τον έστειλαν εξορία και φυλακή. Δεν τον ξανάδα. Στη «συνεικόνα» του Αγρινίου είναι δίπλα από τους καθηγητές μου παπάδες και ευεργέτες -αφεντικά μου στα μαγαζιά που δούλευα - τον Γιώργο Καλύβα - κουρέα, τον Κώστα Τσιρώνη - μανάβη, τον Χρήστο Καπελάκη - κουρέα, τον Νίκο Βαρεμένο - κουρέα, τον Γιώργο Μπίκα - υποδηματά, τον Γιώργο Οικονομίδη - ψητοπώλη, τον Περικλή Μαριάμη - καραμελοποιό με ταβλά, τον πατέρα μου οικοδόμο κ.ά. Ο πατέρας μου ήταν αναγκασμένος να «κρύβεται»πολιτικά. Είχε εφταμελή οικογένεια να θρέψει σ ένα δωμάτιο. Έκανε μεροκάματα και «μερεμέτια». Κάποια Πρωτομαγιά στο Εργατικό Κέντρο Αγρινίου, μίλησε για τα δικαιώματα των οικοδόμων και τρόμαξε η μάνα μου να τον βγάλει απ τα κρατητήρια που τον «μπαγλάρωσαν» αυθημερόν.
Θυμάμαι και μια μεγάλη φωτιά σε καπναποθήκες, που έκαιγε μια βδομάδα εκεί στην οδό Μπαϊμπά. Θυμάμαι και συμμαθητές μου που κοιτάζαμε μπροστά στους κινηματογράφους τα «ΠΡΟΣΕΧΩΣ» και τις γιγαντοαφίσες με την Άννα Φόνσου, τον Νίκο Κούρκουλο, τον Αλέκο Αλεξανδράκη, τη Ζωή Λάσκαρη, τη Βουγιουκλάκη.
Θυμάμαι ότι είχαμε όλοι παρατσούκλια και δεν λέγαμε γεια σου «Βαγγέλη» ή «Ανδρέα», αλλά γεια σου «Δεσπότη», «Γκαβέ», «Κεφάλα», «Κλάνα», «Τσιγαρά», «Βουτυρόπαιδο», «Xωριστράκια», «Χοντρέ», «Μπούνα», «Κορτάκια», «Γυαλάκια», «Πεινάλα»... Εμένα μ έλεγαν «Σελήμκα» και «Αρτινέ», Το«μαλάκα» εφευρέθηκε αργότερα...
Φροντιστήριο δεν πηγαίναμε τότε και όσοι πήγαιναν ήταν για «Αγγλικά». Πολλά παιδιά είχαν «πoδήλατo» και όπως έτρεχαν στις γειτονιές αισθάνονταν την υπέροχη μυρωδιά από μαγειρεμένα φαγητά και κυρίως μακαρόνια με κρέας, ή κρέας με πατάτες στο φούρνο. Δεν είχαμε πιστωτικές κάρτες, αλλά τον πρόγονό τους το «δεφτέρι» - μπλοκάκι που γράφαμε τα ψώνιο, το ψωμί και κάθε Σάββατο τα πλήρωνε όλα ο πατέρας.
Τότε βγήκαν και τα πάρτι που πίναμε «βερμούτ» και «κονιάκ»και «μαυροδάφνη».
Οι πιο πολλοί πατεράδες μας ήταν εργάτες, οικοδόμοι και χαμηλών εισοδημάτων, είπε ο Ανδρέας Τσώκος και εμείς φτιάξαμε τα δικά μας τζάκια. Ο Βίτσας έβγαλε λόγο και ανέφερε ακόμα και όσους πέθαναν. Μας θύμισε αρκετές στιγμές μαθητικές και η «σφαλιάρα» που έφαγε ο Σπύρου από τον Κασσάρα, επειδή γέλασε στην αφήγηση του καθηγητή που έλεγε: «Μια φορά ήταν ένα παπόρι... και τι είναι ηθική; Κουκιά τρως, κουκιά είσαι… και πως ο Θεός είναι μεγάλος σαν το κτίριο...»!
Ο Πατσιόπουλος ήταν πάντα «φιλόσοφος», Ο Γαλάνης πλακατζής, ο Τσιόλκας «αφασία», ο Μυστακίδης καλόκαρδος. Ο Βεντουράκης γλυκύτατος, ο Τσαμπόκας Βασίλης του Αναστασίου πάντα ενημερωμένος καλά, ο Ζυγούρης «καθηγητής», ο Δρακόπουλος «Ζυγός», ο Τριχόπουλος γελαστός, ο Στραβοδήμος οργανωτικός, ο Τσοβύλας δάσκαλος και σεμνός, ο Χατζάρας θετικός, ο Βοτσαΐτης του «άλματος στο τριπλούν», για τα πάντα ο Καρακώστας πάντα διαβασμένος.
Ομάδα μας εκτός από Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ήταν ο Παναιτωλικός. Δεν πληρώναμε εισιτήριο. Τότε ο μεγάλος που έβγαζε ένα εισιτήριο είχε δικαίωμα να πάρει κι ένα «μικρό». Πηγαίναμε πιο κάτω απ' το γήπεδο και όπου βλέπαμε «μοναχικό», λέγαμε «μπάρμπα θα με βάλεις μέσα;» και μπαίναμε μπροστά του... όταν έκοβε το εισιτήριο στην πόρτα του γηπέδου. Παναιτωλικός - Παναχαϊκή, Παναιτωλικός - Αναγέννηση Άρτας, Παναιτωλικός - Γιάννινα, Παναιτωλικός - Αίγιο γινότανε χαμός!
Ποδοσφαιρικούς αγώνες ακούγαμε σ ένα περίπτερο «Παπαχρήστου» στην πλατεία Μπέλλου από τρανζιστοράκι -λίγοι είχαν ράδιο τότε. Αξέχαστο μου έμεινε το ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ - ΣΑΝΤΟΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ που το ακούσαμε και 100 άτομα γύρω - γύρω στα πλατάνια στο καφενείο«Κουφιόπουλου», που πούλαγε και πάγο μ' ένα τρίτροχο, με «κόντρα» για φρένα είχε και μεγάφωνο έξω από το μαγαζί.
Οι μάνες το Πάσχα άσπριζαν με ασβέστη το σπίτι πριν σουβλίσουν το αρνί, όλοι φτωχοί - πλούσιοι και πετούσαν «τρίγωνα» γύρω στα κάρβουνα...
Κάποιοι πατεράδες έδερναν με τη «ζωστήρα» του παντελονιού. Οι μάνες με βέργες το Χέρι (τσίμπημα) και το στόμα.
Όταν αρρωσταίναμε, μας έβαζαν ζεστό λάδι στο αφτί από το καντήλι και ενέσεις μας έκαναν κάποιες γειτόνισσες. Μας έριχναν και βεντούζες. Και μας «ξεμάτιαζαν» σβήνοντας κάρβουνα. Μας έστελναν κατασκηνώσεις να πάρουμε κιλά και μας ζύγιζαν πριν φύγουμε μ ένα χαρτονένιο κουτί NESTLE ή ΝΟΥΝΟΥ και τα «μπογαλάκια» μας μέσα. Κάτω - κάτω έβαλα μια φορά, για τη Μοκίστα στο Θέρμο με το ΠΙΚΠΑ, τον «Μικρό Ήρωα» και τα «Κλασικά Εικονογραφημένα». Πηγαίναμε σε «γιορτάσια» (όπου γιόρταζαν δηλαδή) για να πάρουμε γλυκό. Αναγνωρίζαμε ποιός είχε γιορτή από το αναμμένο φως και την ανοιχτή πόρτα. «Χρόνια Πολλά», μας έδιναν γλυκό και φεύγαμε...
Οι αυλές στις μονοκατοικίες είχαν λουλούδια - οι πολυκατοικίες τότε ξεκίναγαν, όταν τελειώναμε το Γυμνάσιο. Στο Αγρίνιο φύτευαν πολλές τριανταφυλλιές. Οι γυναίκες ήταν όμορφες τις Κυριακές και τα «φλερτ» πολλά. Απ τους συμμαθητές μου «ελάχιστοι» πέρασαν να «κάνουν πράξη», πριν την τελευταία τάξη και αν... στις διάφορες«ερωτοδουλειές» τους...
«Κορίτσια»σε «σπίτια» δεν είχε το Αγρίνιο τότε. Ό,τι υπήρχε ήταν «έξω» από την πόλη... Όσοι από μας «ψιλοερωτευόμασταν» εξ αποστάσεως, χαιρόμασταν ν αλλάζουμε ματιές με νόημα στο δρόμο, στον κινηματογράφο, στο «κουρτινάκι που κουνιότανε» και στην εκκλησία όταν οι ψαλτάδες έλεγαν το «Αι γενεαί αι πάσαι»... Πέρναγε ο Επιτάφιος και για κάποιους ερωτευμένους άνθιζαν οι Πασχαλιές, ο Απρίλης και ο Μάιος με όλα τα λουλούδια του άγρια και ήμερα… στις φτωχογειτονιές με τα λασπόνερα, και τους στεγανούς βόθρους πριν μπουν στο δίκτυο του Δήμου...
Είχε και σφαιριστήρια και μπιλιάρδα που πήγαιναν όσοι είχαν καταχωρηθεί ως «αλήτες» και «παλιοπαρέες» από την κοινωνία της Καπνούπολης, με τους κυρίους τους «καθωσπρέπει», που ήταν από καλές οικογένειες που είχαν το «κατιτίς» τους, και τους εργάτες στα καπνά... Αυτοί έδιναν και ένα«βαντάκι» (ένα δέμα) στην εκκλησία για ευλογία... Τι να σου κάνανε και οι παπάδες; Τον εργάτη Γιώργο Σπύρου θα έβαζαν στην μαρμάρινη πλάκα ευεργετών; Έβαζαν δωρητές και ευεργέτες όσους είχαν χρώμα και μάλιστα«ευλογημένο».
Λοιπόν τι άλλο να πω; Για το τρένο που μας πήγαινε Κυριακές για μπάνιο στα Σταμνά Μεσολογγίου, για το πάρκο, για τον καθηγητή Κωσταρά, για τον Κασσάρα, για τον Γραβάνη, για τον Κωστακιώτη, για την Λανάρα, για τη δίδα Γαρουφαλή, για τον Σαββουλίδη, για τον Τσιρώνη, για τον Βλάχο, για τον Νικολακόπουλο, για τον Αναγνωστόπουλο, την Βαληνδρά, για τον Παπαθανασίου, για τον Χειμάρα, για τον Σύρρο, για τον Μαργέλο;
Εκείνο τον καιρό βάζαμε «μπριγιόλ» στα μαλλιά και λεμόνι για να στέκονται... Τα μικρότερα άφηναν «φούντα»και τα μεγαλύτερα φορούσαμε καπέλα με κουκουβάγια μπροστά. Περνάγαμε έξω από μεγάλες καπναποθήκες των Παπαστραταίων, του Παναγόπουλου, του Παπαπέτρου, με τους καπνεργάτες να «μυρίζουν» καπνίλα στο διάβα τους και να μιλάνε «συνδικαλιστικά» και για αγώνες. Ήταν πρωτοπόροι.
Ονόματα μιλούνταν κάπου - κάπου και με διπλή σημασία μεταξύ ευεργεσίας και ερωτηματικών. Βλάμης, Ηλιού, Παναγόπουλος, Παπαστράτος, Κοντογιώργος, Μπαϊμπάς, Κατσάμπας, Στύλιος, Φαρμάκης. Στα κτήματά τους οι Βραχωρίτες δούλευαν «ήλιο με ήλιο»... Όμως αν δεν ήταν κι αυτοί θα ήταν χειρότερα τα πράγματα.
«Οι συμμαθητές μου πρόκοψαν όλοι», είπε ο Σπύρου στην TV ΑΧΕΛΩΟΣ που κάλυψε την εκδήλωση. Ήμασταν γενικώς προνομιούχοι. Είχαμε καλούς γονείς, δασκάλους και γειτονιές. Παίζαμε ελεύθερα και ανέμελα». Πριν μπούμε στην ομάδα της κοινωνίας είχαμε «ξεμπερδέψει» με το ποιος θα είναι αρχηγός και ποιος στρατιώτης.
Παρατήρησα ότι δεν αλλάξαμε σε τίποτα σαν χαρακτήρες. Οι λουφαδόροι, οι τεμπέληδες, οι εργατικοί, οι μάγκες, οι σπασίκλες, τα Χριστιανόπουλα, τα βουτυρόπαιδα, τα εργατάκια, οι γλύφτες, οι επαναστάτες, οι γκαμινάκηδες και τα παπαδάκια του χθες έτσι τα βρήκα και σήμερα. Θάλεγα πως η τάξη μου - ίσως να συμβαίνει με όλες «ξέσκισε» όλα τα πτυχία και τα συγγράμματα, που γράφτηκαν γύρω από το αν οι άνθρωποι γεννιούνται ή φτιάχνονται και τις θεωρίες περικαλλιέργειας και παιδείας, και χαρακτήρων και πού καταλήγουν το ένα ή το άλλο, και ότι μάλλον τσάμπα πήγε τόσο διάβασμα, αφού δεν αλλάξαμε το μέσα μας και πολύ. «Όλα είναι ένα ψέμα», που λέει και το τραγούδι.
Αλήθεια ήταν ότι έβλεπα τον Κασσιανό Πάστρα, τον Τσιρώνη, τον Ζωγανά, τον Γκούρνελο, τον Γούναρη, τον Καρακώστα, τον Νταρίλα, τον Ροκοπάνο, τον Καπετανάκη, τον Γεωργιάδη, τον Σταυρόπουλο Θεόδωρο και δεν πίστευα ότι έμειναν«τόσο ίδιοι»... Κάτι «σηματάκια» πρόσθεσαν στα στοιχεία ταυτότητος, όπως δικηγόρος, γιατρός, υπάλληλος υπουργείου, αρχιτέκτων, δάσκαλος, δημοσιογράφος, καθηγητής Πανεπιστημίου, φιλόλογος, εφοριακός, και κατά τα άλλα έμειναν ίδιοι... Πήγαν για λίγο να μου κρυφτούν, αλλά δεν τα κατάφεραν.
Ίδιοι στο «μέσα» τους ο Πιστικός, ο Τσάκος, ο Στραβοδήμος, ο Τσαμπόκας Βασίλης του Δημητρίου, ο Σκαλτσάς, ο Βλάχος, ο Σοχωρίτης, ο Σχισμένος, ο Μαλλαϊνός, ο Μπούσγος, ο Ποσνακίδης, ο Μάλλιος, ο Νίτσε, ο Δημητριάδης, ο Γούναρης, ο Ζυγούρης, η Kρικοχωρίτη, ο Ζαμπαράς, ο Ιωαννάς, ο Καζαντζής, ο Παναγάτος, ο Φρόντζος. Από την τάξη μου βγήκαν και 4 - 5 ασφαλιστές και υπάλληλοι ασφαλιστικών εταιρειών.
Φεύγοντας ο ένας Τσαμπόκας, όχι ο άλλος ο Βασίλης, μου είπε: «Στείλε μου καμιά φωτογραφία από τα 40 χρόνια γιατί στα επόμενα, από τώρα στο λέω, δεν θα είμαι παρών...».
Ο Ιωαννάς δίπλα μου γέλασε. «Με ρώτησαν μερικοί πόσα παιδιά έχω και τους λέω, πώς να έχω, αφού δεν έχω γυναίκα. Ανύπαντρος είμαι στα 58 μου, θα χαθεί η σειρά...».
Πλάκα και ανεμελιά είχαν οι συμμαθητές μου στη συνάντηση «40 χρόνια μετά τα θρανία». Όπως τότε το 1960 - 1966, που τραγούδαγε η Βουγιουκλάκη στο «Χτυποκάρδια στα θρανία»και στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», «Ας ήταν η ζωή μας σαν και σήμερα και γαλανός ο ουρανός...», και τον «Γλάρο» απ' την «Αλίκη στο Ναυτικό» και το «Τράβα μπρος, κι όσα έρθουν κι όσα πάνε / τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε...».
Λίγες μέρες μετά το κείμενο αυτό έλαβα με φαξ μια κατάσταση με τα ονόματα των συμμαθητών μου: 63 στο Κλασικό Τμήμα, 43 από το Πρακτικό και 15 που είχαν φύγει τότε σε άλλα σχολεία. Κάποιοι από την κατάσταση λείπουν από τη ζωή. Τους μνημονεύσαμε.
Η τάξη μου έβγαλε καμιά δεκαπενταριά γιατρούς. Αν ο καθένας γιατρεύει τον πόνο 5-10 συνανθρώπων μας κάθε μέρα, τότε γιατρεύονται τουλάχιστον 100 την ημέρα. Αν βάλεις και τις καλοσύνες των υπολοίπων, δικαιούμαστε μια βράβευση από το Δήμο Αγρινίου και την τιμητική πλακέτα.
Περιμένουμε χειροκρότημα!
Ο παλιός συμμαθητής σας
Ευαγ. Σπύρου, εκδότης ΝΑΙ.
Υ.Γ.: Μην γκρινιάζετε που παρέλειψα πολλά. Είπαμε, δεν χωράνε στο χαρτί!
Όσοι θέλετε κι άλλες πληροφορίες διαβάστε το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Οι παλιοί συμμαθητές», Εκδόσεις Καστανιώτη. Τα έχει όλα, εκεί βρήκα κι εγώ πολλά απ' αυτά που έγραψα.
----------
Δημοσιεύτηκε στην εβδομαδιαία εφημερίδα "ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ".
Ευχαριστώ τον φίλο Χρήστο Ζαχείλα που μας έστειλε το κείμενο.
από ΑΓΡΙΝΙΟ.....ΓΛΥΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για πες