Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΒΑΣΤΑ ΓΕΡΑ


-Βάστα γερά είπε…
Ήταν η πρώτη κουβέντα που άκουσα σήμερα πρωί – πρωί, καθώς έβγαινε με τη τσίμπλα στο μάτι απ’ το αντίσκηνο που έστησε τη νύχτα κοντά στο τροχόσπιτο. Κι όταν μου το ξαναείπε αργότερα που τον συνάντησα στα μπάνια και ξανά το ίδιο στη παραλία που πάλευε να ψαρέψει τάχα με κάτι σκουριασμένα αγκίστρια δίχως δόλωμα, κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά  με τούτον δω.
-Ωχ κι άλλο «νούμερο» είπα μέσα μου.
-Να ’ρθω να μου δώσεις ένα τσιγάρο; Είπε αργότερα αφού κατάλαβε ότι το ψάρεμα μάλλον δεν θα ήταν αποδοτικό.
-Έλα. Κάτσε του είπα κι άρχισα το ξεψάχνισμα.
O Τέλης - έτσι ήταν τ’ όνομά του- ήταν καλή μαστοράτζα και γερό παλικάρι. Ότι κι αν έπιανε, γίνονταν χαρτονόμισμα που λένε. Και η δουλειά πήγαινε αρκετά καλά, κι έκανε κι υπερωρίες μερικά απογεύματα. Έτσι αποφάσισε το λοιπόν να αγοράσει δικό του σπίτι. Τον βοηθήσανε και λίγο τα πεθερικά πήρε και δάνειο από την τράπεζα με επιδότηση επιτοκίου από τον ΟΕΚ, κι αγόρασε το «κεραμίδι που ο κάθε Έλλην ονειρεύεται».
Κανείς δεν του είπε όμως ότι η Ελλάδα ζούσε με δανεικά και με τα δάνεια ταΐζε ένα σωρό χαραμοφάηδες που θρονιάστηκαν σε χρυσοπληρωμένες θέσεις με τις πλάτες των κομμάτων. Άλλωστε δεν τον παραένοιαζαν αυτά. Αυτός κοιτούσε την δουλειά του, την οικογένειά του κι έκανε όνειρα ωραία για το μέλλον.
Κι ενώ άκουγε στα καφενεία που και που για κάποια κρίση που έρχεται, αυτός άκουσε ένα υποψήφιο Πρωθυπουργό που έλεγε ότι λεφτά υπάρχουνε, και πήγε το κορόιδο και διπλοχρεώθηκε και πήρε κι ένα αμαξάκι για εκδρομούλες τα σαββατοκύριακα και ότι άλλες μικροχαρές επιφυλάσσει ο καπιταλιστικός παράδεισος στους δουλευταράδες.
Και εκεί επάνω άρχισαν τα περίεργα. Η Ελλάδα από κυρά των βαλκανίων είχε γίνει τιτανικός και οι Έλληνες ο πιο διεφθαρμένος λαός της Ευρώπης που συναγωνιζόταν στην διαφθορά και την Ουγκάντα.
Τον Τέλη τον έζωσαν τα φίδια. Κι ενώ δεν άκουγε σχεδόν ποτέ δελτία ειδήσεων, έγινε πια τακτικός ακροατής κι άρχισε να παίρνει μαζί με ένα σωρό συμπατριώτες τακτικές δόσεις τρομολαγνείας.
-Φτωχαίνουμε - Χανόμαστε !
- Βυθιζόμαστε στο χάος !
- Πάει καταστραφήκαμε!
Κι αυτός που δεν κώλωνε με τίποτα, άρχισε να κλονίζεται. Ο φόβος - το εργαλείο όλων των ολοκληρωτικών καθεστώτων - φώλιασε για τα καλά μέσα του την στιγμή που στην χώρα κυριαρχούσε λέει η δημοκρατία . Κάποιοι παίζανε άσχημα παιγνίδια στην πλάτη του για να τον μετατρέψουν από παλληκάρι σε φοβισμένο ανθρωπάκι ώστε να μην βγάλει άχνα όταν θα παραδίνανε την πατρίδα στους κερδοσκόπους.
Οι δουλειές σταμάτησαν. Στην αρχή οι υπερωρίες τέλος, μετά έκλεισε και το εργοστάσιο τελείως. Έμεινε άνεργος ο Τέλης και έπεσε στην μαύρη απελπισία. Τα πεθερικά που βοηθούσαν, είδαν τις συντάξεις να μειώνονται δραματικά και δεν μπορούσαν να συντηρηθούν ούτε οι ίδιοι. Ευτυχώς ερχότανε κάτι λαχανικά από το μπατζανάκη στο χωριό, ντομάτες πιπεριές, αγγουράκια κάτι ήτανε κι αυτό. 
Όμως τα δάνεια δεν πληρώνονται με ντομάτες. Οι τράπεζες γινότανε όλο και πιο πιεστικές . Ευτυχώς που ήταν πρώτη κατοικία και το σπίτι το γλύτωσε προσωρινά αλλά το αυτοκίνητο του το πήραν με τις μισές τις δόσεις πληρωμένες.
Βάστα γερά φίλε! Πάψε να κλαις τη μοίρα σου και κόψε διάολε αυτό το θανατηφόρο άσμα «ίσως αύριο χτυπήσει πικραμένα του θανάτου η καμπάνα και για μένα». Του είπε ένας φίλος του στο καφενείο και από τότε του κόλλησε για τα καλά αυτή η φράση του Τέλη. Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί την ξαμολάει συνέχεια. Ίσως έτσι να παίρνει κάποιο θάρρος.
Άρχισε να αποφεύγει το σπίτι γιατί δεν αντέχει το ερωτηματικό στα μάτια της γυναίκας του, πήρε το αντίσκηνο μ’ ένα σαράβαλο παλιό μοτοσακό που είχε, "έκοψε πέρα" και βρέθηκε «εν νυκτί» εδώ.
-Ξέρεις που μπορώ να βρω κανένα καλάσνικο; Μου είπε στο τέταρτο τσιγάρο που του έδωσα.
- Βάστα γερά φίλε του είπα. Πάρε κι άλλο τσιγάρο. Μπορεί το αύριο να είναι καλύτερο.
-Βαστάω – βαστάω, όμως είναι μακριά λες αυτό το αύριο; Με ρώτησε καθώς άναβε το τσιγάρο.
Άντε εσύ τώρα δώσε απάντηση!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Read more: Go to TOP and Bottom